Κυριακή, Σεπτεμβρίου 20, 2009

Τα πέντε παιδιά με τη μία μάνα

           Μια φορά κι έναν καιρό - άραγε μόνο τότε- μια από τις τόσες μάνες, γέννησε πέντε γιους. Μόλις γεννήθηκε ο πρώτος, ο πατέρας είχε χαρά μεγάλη που το όνομά του θα συνέχιζε ν’ ακούγεται και η δική της μάνα, της είπε.
         «Αχ κόρη μου, της καλομάνας το παιδί το πρώτο νάν’ κορίτσι»
           Γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος και ο πατέρας ήταν πολύ περήφανος που γεννούσε αρσενικά. Η δική της μάνα, είπε πάλι.
         «Αχ κόρη μου, δύσκολο δρόμο έχεις».
          Το ίδιο έγινε και στους άλλους τρεις γιους και η μάνα της είπε πάλι.
        «Αχ κόρη μου, ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα»
         Η μάνα με τους πέντε γιους ξυπνούσε χαράματα και κοιμόταν μεσάνυχτα για να τα βγάλει πέρα και όλη μέρα από το πλυσταριό στην κουζίνα.
         Στον κήπο γύρω από το σπίτι είχε βάλει περβόλι και κότες και δυο κατσίκες, πώς να ταϊστούν τόσα στόματα. Ο άντρας της σαν είδε πως δεν τα έβγαζε πέρα, έφυγε να δουλέψει μακριά. Γύριζε σπίτι μια φορά το χρόνο και πολύ χαιρόταν που οι γιοι του μεγάλωναν.
         Πότε έτσι πότε αλλιώς, η μάνα χήρεψε, οι γιοι μεγάλωσαν, και μια μέρα λέει ο πρώτος γιος.
       -Μάνα, ήρθε η ώρα να κάνω τη δικιά μου οικογένεια. Θα παντρευτώ ένα καλό κορίτσι, μόνο που μένει πολύ μακριά κι εγώ θα την ακολουθήσω στον τόπο της. Εσύ μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
       -Κοίτα τη ζωή σου παιδάκι μου, αρκεί να είσαι καλά και μη στεναχωριέσαι για μένα, είπε η μάνα και του έδωσε την ευχή της.
        Έφυγε ο μεγάλος γιος και ήρθε η σειρά του δεύτερου που ήταν σπουδαγμένος.
       -Μάνα, λέει μια μέρα, για να προκόψω πρέπει να πάω στην πρωτεύουσα, εδώ δεν έχει δουλειές. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
       -Να πας παιδάκι μου και μη στεναχωριέσαι για μένα, εσύ να είσαι καλά. Έδωσε και στον δεύτερο την ευχή της και τον αποχαιρέτησε.
        Σε λίγο καιρό ήρθε και ο τρίτος και είπε.
       -Μάνα, από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ένα όνειρο έχω. Να πάω να ζήσω στην Αμερική. Εκεί υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για τους δουλευταράδες, να κάνω κι εγώ την τύχη μου.
       -Μακριά είναι η Αμερική παιδάκι μου αλλά να πας άμα αυτό είναι το όνειρό σου. Κοίτα να προκόψεις, να έχεις την ευχή μου.
        Έφυγε και ο τρίτος και έρχεται ο τέταρτος.
       -Μάνα, λέει, εγώ δεν μπορώ να μείνω στο χωριό. Θέλω να ταξιδέψω στις θάλασσες να γνωρίσω τον κόσμο. Σε ένα μήνα θα μπαρκάρω, αλλά εσύ μη στεναχωριέσαι, θα έχεις τον μικρό να σε φροντίζει.
        -Επικίνδυνες οι θάλασσες παιδάκι μου, αλλά άμα τις αγαπάς τόσο πολύ, ώρα σου καλή, μη νοιάζεσαι για μένα.
         Έμεινε σπίτι η μάνα με τον μικρό γιο και όσο νάναι την έπιασε η στεναχώρια. Από κει που ήταν πέντε, τάρα είχε μόνο τον ένα. Ώσπου ένα πρωί ακούει και τον μικρό να της λέει.
        -Βρε μάνα, τι να κάνω εγώ εδώ πέρα μοναχός μου, να δουλεύω στα χωράφια; Εμένα μου αρέσουν άλλα πράγματα. Θέλω να γίνω καλλιτέχνης, να με γνωρίσει ο κόσμος και να δοξαστώ. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι. Θα πάω και μόλις τα καταφέρω θα γυρίσω να σε πάρω. Να φύγεις κι εσύ από το χωριό να δεις πώς ζει ο κόσμος.
         -Καλά βρε παιδάκι μου, είπε η μάνα λυπημένη, αφού άλλα θέλεις, πώς να σε κρατήσω με το ζόρι. Πήγαινε στο καλό και έλα πότε-πότε να σε βλέπω που είσαι και το στερνοπούλι μου.
          Φεύγει και ο τελευταίος γιος και μένει η μάνα μοναχή στο σπίτι. Κάθε πρωί που ξυπνούσε και κάθε βράδυ που κοιμόταν, περνούσε από τα κρεβάτια των γιων, φιλούσε τα μαξιλάρια και παρακαλούσε το θεό να τους έχει καλά. Φρόντιζε το περβόλι και τις κότες και σαν σουρούπωνε και ήταν ο καιρός καλός, έπαιρνε το καρεκλάκι και καθόταν στο κατώφλι να χαζεύει το δρόμο και να λέει καμιά κουβέντα με τις γειτόνισσες.
          Ήρθε χειμώνας, ήρθαν και Χριστούγεννα και τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τα πρώτα που η μάνα με τους πέντε γιους, δεν είχε σπίτι ούτε έναν. Στέλνει μήνυμα στον μεγάλο που παντρεύτηκε μακριά.
         -Έλα να σε δω παιδάκι μου, να δω και τα εγγόνια μου, να σφάξουμε και τα δυο κοκόρια που έχω στην αυλή.
         -Σώπα βρε μάνα, τι να κάνουμε Χριστουγεννιάτικα στο χωριό, θα έρθω το Πάσχα.
          Στέλνει μήνυμα στον δεύτερο.
         -Έλα να σε δω παιδάκι μου που σε πεθύμησα, θα σφάξω και τον κόκορα να σου φτιάξω τη σούπα που σου άρεσε.
         -Αχ μάνα νάξερες τι δουλειές έχω εδώ, δεν με συμφέρει να φύγω αυτή την εποχή.
          Ο τρίτος ήταν στην Αμερική, ο τέταρτος ήταν στα καράβια, στέλνει μήνυμα στον τελευταίο.
          Έλα να σε δω παιδάκι μου που έχω τόσο καιρό. Κρίμα να σφάξω το κοκόρι για μένα μόνο.
         -Μάνα, ούτε να το σκέφτεσαι. Τώρα τα Χριστούγεννα δουλεύουμε εμείς οι καλλιτέχνες.
           Πάνε τα Χριστούγεννα, πάει και το Πάσχα και οι γιοι δεν φάνηκαν και πέρασαν τα χρόνια και αρρώστησε η μάνα και ήθελε φροντίδα. Στέλνουν μήνυμα οι γείτονες στους γιους.
           Παίρνει το μήνυμα ο πρώτος και ειδοποιεί τον δεύτερο να πάει στο χωριό, γιατί εκείνος είχε οικογένεια και πολλές υποχρεώσεις.
           Παίρνει το μήνυμα ο δεύτερος και ειδοποιεί τον τρίτο γιατί εκείνος ήταν επιστήμονας και είχε σπουδαίες δουλειές να κάνει.
           Παίρνει το μήνυμα ο τρίτος και ειδοποιεί τον τέταρτο, γιατί ήταν μεγάλο το ταξίδι από την Αμερική.
           Παίρνει το μήνυμα ο τέταρτος και ειδοποιεί τον πέμπτο γιατί το καράβι του έπιασε λιμάνι μακρινό.
           Παίρνει το μήνυμα ο πέμπτος, αλλά αφηρημένος καθότι καλλιτέχνης το πέταξε χωρίς να το διαβάσει.
           Και περιμένει ακόμα η μάνα με τους πέντε γιους και κάθεται και σκέφτεται πόσο εύκολο είναι για μια μάνα να φροντίσει πέντε παιδιά και πόσο δύσκολο είναι πέντε παιδιά να φροντίσουν μία μάνα.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2009

Facebook ή αλλιώς...


             Στη γενιά της τεχνολογίας δεν ανήκω, κάτι πιάνει το χέρι μου και μου αρέσει αλλά είναι πολλά που δεν καταλαβαίνω, κυρίως τη φιλοσοφία κάποιων υπηρεσιών του διαδικτύου.
             Για το Facebook άκουγα, δεν έβλεπα τη χρησιμότητα ούτε γιατί όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, γιατί κάποιοι έσπευδαν να προβάλουν τον εαυτό τους μέσω αυτού, κάποια φορά μάλιστα διάβασα στην εφημερίδα πως συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν λέει, πολύ δημοφιλές γιατί στο FB είχε συγκεντρώσει τους περισσότερους φίλους έναντι κάποιων άλλων.

Είναι της μόδας σου λέει, είναι πολύ in να έχεις σελίδα στο FB.
            Στα πλαίσια λοιπόν της εξερεύνησης του διαδικτύου - μη μείνω και πίσω - μαζί με τις ιστοσελίδες τα blogs και τα παρεπόμενα, μπήκα στον πειρασμό να ψάξω και την συγκεκριμένη υπηρεσία με τη βοήθεια του fan στα περί τεχνολογίας ανεψιού μου.
           Εκείνος λοιπόν μου έδειξε υπερήφανος το δικό του FB και μου ανακοίνωσε πως έχει 300 φίλους. Φίλους ρώτησα, γνωρίζεις τόσους πολλούς; Καμιά δεκαριά μου απάντησε, οι 300 φίλοι είναι φίλοι των φίλων των φίλων κ.λ.π. Τότε τι νόημα έχει να τους ονομάζεις φίλους;.
Έτσι γίνεται με διαφώτισε, το FB είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για να επικοινωνείς να λες τα νέα σου και να μαθαίνεις τα δικά τους, ανακοινώνει ο καθένας τις δραστηριότητες, τα γούστα, τις φωτογραφίες του, δείχνει πόσο επιτυχημένος κι ευτυχισμένος είναι. Όλα γίνονται πολύ εύκολα και προσβάσιμα, δεν χρειάζεται να ξοδεύεις χρόνο και ενέργεια τρέχοντας δεξιά κι αριστερά για να συναντήσεις γνωστούς και φίλους.
Σου συνιστώ ν’ ανοίξεις κι εσύ μια σελίδα θα τα λέμε μια χαρά, δεν είναι ανάγκη να με πρήζεις με τηλεφωνήματα

           Το facebook προσπάθησα να του εξηγήσω, είναι ένα παρανοϊκό εργαλείο προσφέρει το ψέμα, την πλαστική επαφή, την πλαστική φιλία, θα σας οδηγήσει στην πλαστική αγάπη και ότι επακολουθεί; Τότε ο χρόνος τι σου χρειάζεται αν δεν τον αφιερώνεις σε αγαπημένα πρόσωπα, δεν δίνεις και δεν παίρνεις συναισθήματα, δεν μπορείς να χορέψεις ένα cheek to cheek με την αγαπημένη σου;
           Έχεις μεγαλώσει θεία, μου είπε με αυτοπεποίθηση, μάλλον δεν είναι για σένα.
           Η περιήγηση στο FB μου πρόσφερε μια κατάθλιψη και με έστειλε για ύπνο. Στο όνειρό μου είδα τον άλλο κόσμο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τότε που ένα μηχάνημα δεν είχε υποκαταστήσει τη ζεστή σχέση, τη χειραψία, το φιλί στο μάγουλο, την αγκαλιά, το χαμόγελο, το χάδι στα μαλλιά του φίλου, το τρυφερό βλέμμα, το παραπονεμένο ή το θυμωμένο, το ζηλιάρικο, το επιτιμητικό αν θέλεις.
          Αυτό το άψυχο πράγμα με απίστευτο θράσος ζητά να πάρει τη θέση που για αιώνες κατέχουν η κουβεντούλα, τα καυγαδάκια, το φλερτ που τότε γινόταν face to face και όχι μέσω του facebook...         Όχι κύριε, δεν είναι που μεγάλωσα, είναι που αρνούμαι να παραχωρήσω το δικαίωμα αρπαγής της ψυχής μου.
Δεν το αντέχω, το περιφρονώ όπως του αξίζει, όπως αξίζει σε όσους κομπάζουν πως έχουν καταφέρει να μεταλλάξουν αισθήματα και αξίες.
Μακάρι να μην το άντεχε και η νέα γενιά.
         Το επόμενο πρωί ξύπνησα φουρκισμένη και άρπαξα το τηλέφωνο. Άκου δω αγόρι μου φώναξα, αυτός ο τρόπος που βρήκατε να κάνετε σχέσεις είναι κατάντια, δεν σας χαλαλίζω γι’ αυτό το σκουριασμένο μαραφέτι, εσείς είστε προορισμένοι να ζήσετε μια πραγματική ζωή.
Για τους μόνους που θα ευχόμουν να επικοινωνούν μέσω του FB είναι οι πολιτικοί. Τότε μάλιστα, να το εκτιμούσα που θα μας γλύτωνε από ανούσιες κουβέντες, ψεύτικα χαμόγελα, μηχανικές χειραψίες και ευκαιριακά χτυπήματα στην πλάτη…
        Α, μα πια…



Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 11, 2009

H Aυτοκράτειρα Πολιτική και η Αυλή της


             Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια παιδί ακόμη, με πήρε η θεία μου στην κηδεία κάποιου πολιτικού, οικογενειακού φίλου όπου άκουσα τη φράση “ο εκλιπών με μεγάλη συνέπεια υπηρέτησε την πολιτική”
            Εμένα πολύ μου κακοφάνηκε εκείνο το “υπηρέτησε” που παρέπεμπε στο “υπηρέτης” και έκτοτε δεν είχα σε καμιά υπόληψη τους πολιτικούς Ώσπου τα χρόνια πέρασαν και έμαθα πως αυτό ακριβώς πρέπει να είναι ένας πολιτικός, υπηρέτης της πολιτικής και του λαού, υπηρέτης αφιερωμένος του στυλ των μυθιστορημάτων της Μπροντέ.
           Τα χρόνια ξαναπέρασαν και ξαναέμαθα πως μόνον αυτό δεν είναι.
           Οι πολιτικοί (εντάξει, οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα), μετατράπηκαν από υπηρέτες της πολιτικής σε κόλακες και λακέδες της και από υπηρέτες του λαού σε δυνάστες..
           Η πολιτική βλέπεις, είχε προλάβει να μεταλλαχθεί σε τρυφηλή Αυτοκράτειρα.
Οργάνωσε Αυλή με τυφλούς και ευνούχους που τους έδωσε εξουσία ζωής και θανάτου, κατασκεύασε αρένα για να πετά τους υπηκόους στα λιοντάρια και άνοιξε ομαδικούς τάφους για να παραχώνει τους ενοχλητικούς.
          Μη σας κακοφαίνεται, το είπε άλλωστε και ο Αριστοτέλης. “Τα τρία γνωρίσματα των φορέων της εξουσίας πρέπει να είναι, ειλικρινής αφοσίωση στο ισχύον πολίτευμα, μεγάλη ικανότητα για την επιτέλεση των αρχηγικών τους καθηκόντων και τρίτο ηθικότητα και δικαιοσύνη ανάλογη προς το ισχύον είδος του πολιτεύματος”(η περαιτέρω ανάλυση δεν είναι της ώρας).
          Εκτός αυτού, ο Μακιαβέλλι δεν υποτάσσει την πολιτική στην ηθική.
          Καλές εκλογές!


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2009

H χωματερή της ψυχής μου


Πάει και τούτο τέλειωσε!
Μάζεψα ό,τι είχε απομείνει, κοινούς φίλους, τους τόπους που ταξιδέψαμε, τις αναμνήσεις, τα όνειρα, τα έκλεισα σ’ έναν κύκλο με στραβή περιφέρεια από κείνους που σχεδίαζα χωρίς διαβήτη στο Γυμνάσιο και σαν παραγεμισμένο τσουβάλι, το πέταξα στο σωρό με τους υπόλοιπους....
Έτσι είναι η ζωή μου. Γεμάτη κύκλους πεταμένους.
Χωρίς εμένα μέσα. Εγώ μένω έξω και εξακολουθώ να προσπαθώ να σχεδιάσω τον κύκλο που θα κλείσει μαζί μ’ εμένa που θα είναι ολοστρόγγυλος και γω θα είμαι η γραμμούλα που θα λείπει για να κλείσει σωστά.
Οι κύκλοι που πετώ μου λείπουν για καιρό.
Μετά συνηθίζω.
Αργότερα αρχίζω να σχεδιάζω έναν καινούργιο, άσχετα αν έχω διαπιστώσει πως όσο αυξάνονται οι κύκλοι, τόσο χάνεται η ικανότητά μου και τόσο πιο στραβούς τους φτιάχνω.
Κοίτα να δεις τώρα! Ο τελευταίος πεταμένος δεν πήρε φαίνεται καλά τη θέση του.
Τον κοιτώ και μου φαίνεται πως θα τινάξει πλοκάμια, να με τραβήξει εκεί στα αζήτητα.
Πιάνομαι καλά από την πολυθρόνα μην τυχόν και γίνει έτσι αληθινά. Κολλώ τα πόδια μου στη γη, στρέφω το κεφάλι μου, δεν τα καταφέρνω.
Νιώθω να γίνομαι φτερό, να παρασύρομαι στη χωματερή της ψυχής μου.
Λες κι οι πεταμένοι κύκλοι ανασταίνονται και ζητούν εκδίκηση.
Όμως όχι! Είμαι εδώ! Θα μείνω εδώ, εδώ!
Δεν μπορώ να κρατηθώ, αδύνατον, παρασύρομαι....
Πρέπει να σοφιστώ κάτι άλλο. Να παρακαλέσω ίσως τον τελευταίο τουλάχιστον, να με συγχωρέσει. Μα γιατί; Εγώ έφταιγα; Απλώς τον πέταξα πριν με πετάξει έξω από την περιφέρεια.
Πρόλαβα εγώ!
Αντε στο καλό! Μια χαρά έκανα. Αυτό άλλωστε ήταν που με έσωζε. Αφού έφτιαχνα στραβούς κύκλους, είχα δικαίωμα να τους πετάω. Κι αυτός ο τελευταίος πού θα πάει; Σιγά- σιγά θα βρει τη θέση του, Θα κουρνιάσει εκεί και δεν θα ξανακουνηθεί.
Αλήθεια, πόσους κύκλους χωρά άραγε η χωματερή μιας ψυχής;
Μπορούν να βολευτούν όλοι, ακίνητοι, ακίνδυνοι;
Μήπως κάποια μέρα, πιθανόν λόγω σεισμικής δόνησης, λέω... ή λόγω κάποιας μεταφυσικής αιτίας, -ποιος μπορεί να είναι σίγουρος μ’ αυτά τα πράγματα- ξετιναχτούν ένας ένας και τυλιχτούν γύρω από τον άσπρο μου λαιμό κι αρχίσουν να μικραίνουν, να μικραίνουν, να σφίγγουν, να σφίγγουν...
Λέω, μήπως....

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2009

Παραμύθι. Ο Επιστήμων κ. Λϋκος - Ιωάννα Φωτιάδου, blog to alataki

Μια φορά, αλλά αυτά συμβαίνουν και πολλές φορές, στο χωριό ζούσε μια οικογένεια σαν όλες τις άλλες. Είχαν σπίτι, χωραφάκια για να σπέρνουν στάρι, πρόβατα και γίδια, ένα-δυο τσοπανόσκυλα και παιδιά. Όλες οι οικογένειες είχαν από δυο παιδιά και πάνω, άλλος τρία, άλλος τέσσερα και πέντε, παρ’ εκτός από ένα αντρόγυνο που είχε ένα γιο, μοναχοπαίδι.
Τα παιδιά των χωριανών σα μεγάλωσαν, ανέλαβαν τα χωράφια και τα γιδοπρόβατα, παντρεύτηκαν, έκαναν δικά τους παιδιά και οι γονείς ξεκουράζονταν και τα καμάρωναν.
Το μοναχοπαίδι σα μεγάλωσε, είπε στους γονιούς.
«Μάνα, πατέρα, ελάτε να σας χαιρετήσω, αύριο με το χάραμα φεύγω για την πρωτεύουσα.
«Θεός φυλάξοι, σταυροκοπήθηκαν οι γονείς.
"Μάνα, πατέρα, πάω να γίνω επιστήμων".
«Πώς γίνεται αυτό γιε μ’;»
«Όπως γίνεται. Θα σπουδάσω επιστήμων».
«Τι κατεβάζει η γκλάβα σ’ παιδάκι μ’!»

Είπαν, είπαν, τίποτα το μοναχοπαίδι. Κάθισαν και το σκέφτηκαν από δω, το σκέφτηκαν από κει, στο τέλος λέει η μάνα.
«Άκου δω άντρα μ’, για να θέλει το παιδί να φύγει στην πρωτεύουσα, πάει να πει ότι και τα γίδια και τα πρόβατα και ούλο το χωριό θα δει μεγάλη ωφέλεια και θα προκόψει περισσότερο. Εγώ λέω να τον αφήσεις να πάει».
«Άμα είναι έτσι, άντε ώρα καλή», είπε ο πατέρας και τον ξεπροβόδισε.

Έφυγε ο γιος, έγινε σούσουρο και πολύ χάρηκαν οι χωριάτες που στα μέρη τους θα είχαν έναν “επιστήμων” αύριο μεθαύριο.
Έφτασε το πρώτο καλοκαίρι, ήρθε και το μοναχοπαίδι από την πρωτεύουσα. Τον είδαν οι χωριανοί και τον θαύμασαν έτσι που ήταν ντυμένος πρωτευουσιάνικα και, άκου να δεις, έτρωγε το παϊδι με μαχαίρι και πιρούνι. Κάθε φορά που έβγαινε στην πλατεία, σηκώνονταν και οι πιο γεροντότεροι, τον χαιρετούσαν με σεβασμό και έλεγαν «Καλή σου ώρα κύριε επιστήμων»
Φούσκωναν από χαρά ο πατέρας και η μάνα και περίμεναν με αγωνία να δουν τι πράμα ήταν τούτο
το “επιστήμων”.
Κάθε καλοκαίρι γίνονταν το ίδιο, έρχονταν ο γιος στο χωριό καλοντυμένος και με καινούργιες συνήθειες, όλο και πιο εξελιγμένες και οι χωριανοί του έδειχναν όλο και μεγαλύτερο σεβασμό, μόνο που κάθε φορά έμενε όλο και πιο λίγες μέρες και δεν προλάβαιναν να τον χαρούν. Πέρασαν έτσι πολλά καλοκαίρια, μα κανένας δεν είχε μάθει τι ήταν αυτό "το επιστήμων" που σπούδασε ο μοναχογιός.
Άρχισαν όλοι ν’ απορούν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο, κανείς δεν ήξερε να δώσει απάντηση.
Ρώτησαν τον Πρόεδρο, ρώτησαν τον παπά, ρώτησαν τον χωροφύλακα, ούτε κι εκείνοι μπόρεσαν να τους λύσουν την απορία.
Μια μέρα μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία, κουβέντιασαν το θέμα και κατέληξαν πως είναι άδικο να έχουν στο χωριό τους έναν “επιστήμων” και να μην ξέρουν τι πράμα είναι αυτό, που πα να πει, δεν ήξεραν και σε τι μπορεί να τους φανεί χρήσιμος. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν μια επίσκεψη στο σπίτι των γονιών γιατί σίγουρα ήταν οι μόνοι που θα τους έδιναν μιαν απάντηση.

Την Κυριακή μετά την εκκλησία, μαζεύτηκαν οι προύχοντες και ροβόλησαν κατά το σπίτι.
Τους καλοδέχτηκαν οι γονιοί, τους κέρασαν από το καλό το τσίπουρο, ξερόβηξε ο Πρόεδρος και είπε.
«Αγαπητοί συντοπίτες, είμαστε πολύ περήφανοι που το χωριό μας έβγαλε έναν “επιστήμων”. Μόνο που τελευταία οι χωριανοί μπήκαν σε μεγάλη συλλοή. Τόσα χρόνια περιμένουμε να δούμε μια βοήθεια, πέστε μας τι είναι αυτό, να ξέρουμε και μεις σε τι μας είναι χρήσιμος».
Ο πατέρας έξυσε κανα-δυο φορές το κεφάλι του, σηκώθηκε όρθιος και είπε.
«Να με σχωρνάτε χριστιανοί κι από μένα κρυφό τόχει το παλιοπαίδ" εγώ θα πω αυτό που βλέπω.
Ο κανακάρης μας σπούδασε Λύκος!»
Κοιτάχτηκαν οι προύχοντες, μήπως και ήξερε κανείς, μπα! Τους έπιασε μια ντροπή για την αμορφωσιά τους, αλλά η υπόθεση έπρεπε να ξεδιαλύνει σήμερα, το χωριό περίμενε απάντηση. Έμειναν για λίγο αμίλητοι και τέλος ο παπάς που ήξερε γράμματα και όλα τα θρησκευτικά απ’ έξω, πήρε την ευθύνη να ζητήσει λεπτομέρειες.
«Σχώρνα μας τέκνο μου, αλλά τι επιστήμων είναι ο κ. Λύκος;»
«Τι είναι παπά μ’, θα σε γελάσω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι μ’ έφαγε δυο χιλιάδες γίδια μέχρι τα τώρα κι άλλο απ’ αυτό δεν είδαμε. Αυτό είδα, αυτό λέω!

Από τη συλλογή παραμυθιών της Ιωάννας Φωτιάδου, "Τα παραμύθια δεν είναι παίξε γέλασε"

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 03, 2009

Αχ Καρέκλα, αχ Καρεκλίτσα μου...


Αγαπημένη, Λατρεμένη, Ακριβή μου Καρέκλα
Είσαι για μένα μάνα και δίδυμη αδελφή και η Αγαπημένη, σαν το χέρι το δεξί και τα δυο μου μάτια μοιάζεις, είσαι το παν για μένα.
Τι είμαι εγώ χωρίς Εσένα; Ορφανός, τυφλός και κουλοχέρης είμαι.
Εσένα έψαχνα στο διάβα μου και νόμιζα πως όχι. Και κάποτε σε βρήκα. Ένα θαύμα έγινε και συναντήθηκα μαζί σου, δόξα τα Παμπόνηρα Κομματικά και τα λοιπά. Φακέλους έγλυφα και άλλα που δεν λέγονται και πάνω εκεί που είχε καεί η γλώσσα μου και έλεγα πως ήμουνα χαμένος, κάποιος καλός μου έτεινε το χέρι - με το αζημίωτο - με έσπρωξε να σκαρφαλώσω και με ξάπλωσε πάνω στο μαλακό και άνετο κορμί σου.
Τι ευτυχία και πόση καλοπέραση! Ανεμελιά και δόξα και πλούτη μου τα χάρισες, το ομολογώ Μαγική μου κι ας λένε οι αχάριστοι το αντίθετο.
Μεράκι το είχα βρε Καρεκλίτσα μου το εξοχικό στο Κυκλαδίτικο και το πλεούμενο πρόχειρο στο λιμάνι. Άνθρωπος είσαι βρε αδελφέ, σκας ένα βράδυ και πού να τρέχεις να ξεσκάσεις δίχως φουσκωτό και παραλία Ι.Χ. Πόθος μου ήταν στο βουνό να φυτέψω ξέξασπρη σπιταρώνα που τάβλεπα και θόλωνε το μάτι μου, άκουγα off shore και ίδρωνε τ' αυτί μου.
Στο πηγάδι εγώ κατούρησα;
Να είσαι καλά βρε μάνα κι αδελφή Καρέκλα μου π' απλόχερα τάστρωσες στα πόδια μου όλα τούτα.
Σπουδαία υπόθεση που σε έκανα δικιά μου...
Όχι, όχι δεν θ' αφήσω να σε πάρει από μένα ούτε ο ίδιος ο Θεός. Σφαγή θα γίνει για Σένα και μόνο για Σένα ω Καρέκλα.
Κι εσύ όμως μη μου φανείς αχάριστη και κάνεις καμιά λαμογιά όπως έκανες στον προηγούμενο και αν σου έρθει κάνα ξαφνικό...
Να θυμάσαι τις μάχες που έδωσα για χάρη σου, να θυμάσαι πόσους έκαψα στα πόδια σου  να σε ζεστάνω, να θυμάσαι τα κεφάλια που έπεσαν στη γκιλοτίνα, να θυμάσαι τα κουφάρια που έθαψα στο χώμα.
Να θυμάσαι, ένα σου λέω, την ψυχή που πούλησα στο διάβολο!
Όχι, όχι, όχι εμείς οι δυο δεν πρέπει ν' αποχωριστούμε. Στην ανάγκη με κόλα δυνατή θα κολλήσω πάνω σου τον κ--- μου... το πλευρό μου ήθελα να πω, γιατί χαμένος θα είμαι πάλι,  ένα μηδενικό δίχως Εσένα αχ Καρέκλα, αχ Καρεκλίτσα μου!
Άντε, και καλόν Οκτώβρη!