-
Τι
έγινε πάλι ρε Μαρία, γιατί μουτζουκλαίς;
-
Αχ
ξαδέρφη, ο αχαϊρευτος δεν ξέρεις τι μου έκανε…
-
Να
υποθέσω ή θα μου πεις;
-
Με
κεράτωσε ο άτιμος, θα τον σκοτώσω…
-
Καινούργια
τα κέρατα ή εκείνα τα παλιά;
-
Όχι,
αυτά είναι τα καινούργια παλιά.
-
Εμ,
φταις κι εσύ που δεν τον χώρισες πέρσι
που σου έκανε τα ίδια.
-
Με
παρακαλούσε γονατιστός βρε ξαδέρφη,
υπόσχονταν πως δεν θα το ξανακάνει.
-
Κι
εσύ τον πίστεψες, αλλάζει η πουτάνα καλή μου,
με το συμπάθειο κιόλας…
-
Αυτή
τη φορά δεν τη γλιτώνει, είναι τα τελευταία του.
-
Έτσι
έλεγες και πρόπερσι.
-
Φέτος
με ράπισε επιπροσθέτως.
-
Με
τριαντάφυλλο;
-
Με
χτύπησε καλέ, πώς το λένε, μου μαύρισε το μάτι.
-
Ένα-
ένα μου τα λες, ρίχτα όλα μαζί να τελειώνουμε.
-
Με…
με… πώς να σου το πω… με αυτό κι από πάνω!
-
Κι
εσύ γιατί του κάθισες;
-
Μου
είπε πως αυτή τη φορά θα το κάνει αλλιώς.
-
Έλα,
έχει κι άλλο τρόπο ο αγροίκος;
Διώξ’ τον να πάει στα τσακίδια.
-
Ξέρεις
μωρέ ξαδερφούλα… λέω να δοκιμάσω...
άλλη μια φορά, μήπως και τα βρούμε.
Το μεράκι θα τον φάει, γουστάρει να είναι το αφεντικό,
ο χρυσούλης μου.
Είναι κι
εκείνος ο κουμπάρος που ξεπάτωσε
την κουμπάρα, αλλά τη γλίτωσε,
θέλει κι ο δικός μου.
-
Μωρή,
δεν μου το λες τόση ώρα πως είσαι ψυχανώμαλη;
Την άλλη φορά κοίτα να σκύψεις πιο πολύ,
να σε βολέψει καλύτερα.
Άει στον
αγύριστο τσουράπω, ε τσουράπω…