Ήταν όπως κάποτε.
Σαν βόλτα στην πλατεία μικροί μεγάλοι, ένα χρωματιστό πλήθος, μάτια που έψαχναν γύρω να συναντήσουν παλιούς φίλους λάμποντας από προσμονή, αισιοδοξία, ελπίδα. Αγκαλιές και κάποιο δάκρυ να κυλά, κρίμα που χάθηκαν τόσο καιρό κλεισμένοι ο καθένας σε άλλο κόσμο, σε έναν κόσμο αγωνίας και ανταγωνισμού με κέρδος τη ματαιότητα.
Αλλάζουν οι καιροί, καινούργιες άγνωστες και αμφίβολες συνθήκες, ζωή χωρίς ποιότητα, υποσχόμενη μόνον τρομακτικές αλλαγές.
Είναι καιρός να σηκώσουν την κατάσταση στους ώμους τους, την κατάσταση που εξαπατημένοι είχαν τόσα χρόνια εμπιστευθεί σε επίορκους.
Είναι ακριβώς τώρα ο καιρός και ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της ειρηνικής διαμαρτυρίας, στην ανάγκη να δώσουν το παρόν, να φωνάξουν πως είναι άνθρωποι, δεν είναι res, δεν είναι αριθμοί, δεν είναι αντικείμενα κερδοσκοπίας, ούτε δείκτες στα ταμπλώ διεθνών χρηματιστηρίων, δεν είναι στρατιώτες και τρελοί στη σκακιέρα κανενός.
Είναι πύργοι, προπύργια των αξιών τους και βασιλιάδες του εαυτού τους.
Παρέες σχηματίζονταν, πλήθαιναν και αραίωναν να προλάβουν όλοι, να σφίξουν στην αγκαλιά τους όλους. Ιδέες έπεσαν στις ανασκαμμένες πέτρες της πλατείας που πάνω τους ακούμπησαν, να συναντιούνται συχνά με ένα κρασί και ένα τραγούδι, να σχεδιάζουν και να ονειρεύονται, ιδέες για δράση και αντίσταση κατά του παραλογισμού, κουβέντες για την αναβίωση της ανθρώπινης λογικής.
Αποχωρώντας το βράδυ αργά, συνοδευόμενοι από το συναίσθημα που είχε χρόνια να φουντώσει, έδωσαν υπόσχεση πως θα συνεχίσουν όσο χρειαστεί, δε θα υποκύψουν σε απάνθρωπες απαιτήσεις και πρακτικές του διαίρει και βασίλευε.
Όπως κάποτε…