Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2009

Μια νύχτα για τη Σάσα


Η Σάσα είναι άτομο αισιόδοξο.

Έχει θετική σκέψη και αυτοπεποίθηση ισχυρή.
Τόσο ισχυρή ώστε παρομοιάζει το μπόι της 1.55, με το ακριβό μπουκάλι πανάκριβου αρώματος, όπως λέμε το ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκάλι, το περπάτημά της -χήνα κουνιστή- με το λίκνισμα θεσπέσιας γαζέλας, το σαρκίο της σαν ένα γλυκό κατακόκκινο γλυφιτζούρι, τα στραβά μικρά της χεράκια σαν κρινοδάχτυλα, τον πλακουτσωτό της ποπό με σφιχτά φρατζολάκια φρεσκοψημένου ψωμιού.
Ντύνεται και ανάλογα, δηλαδή κατά πως βλέπει τον εαυτό της.
Με κολλητά παντελόνια και γόβες στιλέτο, φορά καπέλα, με προτίμηση σε κείνα με τα φαρδιά μπορ, μεγάλα δαχτυλίδια, άσχετο που γίνονται ένα με το δάχτυλο, καμαρώνει τον εαυτό της στον καθρέφτη και τον φτύνει μην τον ματιάσει.
Η Σάσα έχει και αδυναμίες. Πιο σωστά έχει αδυναμία στον νεαρό αντρικό πληθυσμό, κοινώς τεκνά και για να μην πάει χαμένη η γοητεία της, έχει αποφασίσει να κάνει συλλογή με όσα εύρισκε διαθέσιμα.
Εδώ που τα λέμε αφού το έχει καταφέρει με συζύγους γιατί όχι και με τα εν λόγω, μόνο που τον εραστή δεν τον ήθελε, φυσιογνωμικά τουλάχιστον σαν τους συζύγους και δη σαν τον τωρινό τον τρίτο, αλλά δεν έχει σημασία.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισε να κάνει τις διακοπές της κάπου μακριά, σε μια πόλη ονειρική, σε μια πόλη με κατοίκους θερμούς εραστές.
Ας πούμε στο Τολέδο.
.................................

Η συνέχεια σto http://alataki2.blogspot.com/

Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2009

Ο Φαταούλας και ο Νηστικός


Μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε και τώρα, ζούσαν στο ίδιο χωριό δίπλα - δίπλα δυο άνθρωποι ίδιοι αλλά και διαφορετικοί.
Ήταν ίδιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια για να ζήσουν και ήταν διαφορετικοί γιατί ο ένας έτρωγε πολύ και ήταν χοντρός, ενώ ο άλλος δεν είχε να φάει και ήταν αδύνατος.
Τον χοντρό άνθρωπο τον έλεγαν Φαταούλα και τον αδύνατο Νηστικό.
Ο Φαταούλας κάθε πρωί που ξυπνούσε, έστρωνε τραπέζι με όσα καλούδια είχε και έτρωγε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα.
Μόλις απότρωγε, έτρεχε να ψωνίσει, γυρνούσε στο σπίτι, ξαναέστρωνε τραπέζι και το έριχνε πάλι στο φαγοπότι.
Με λίγα λόγια ο Φαταούλας όλη μέρα δυο δουλειές έκανε. Έτρωγε και γέμιζε τ' αμπάρια του.

Ολόκληρο το παραμύθι στο www.alataki3.blogspot.com




Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2009

Ο άνθρωπος που ήθελε να πάει στον Παράδεισο


Τα παλιά τα χρόνια ζούσε στη χώρα μου ένας άνθρωπος που διέφερε λίγο από τους άλλους.
Από μικρό παιδί είχε βάλει έναν σκοπό στη ζωή του.
Να πάει στον Παράδεισο!
Σα μεγάλωσε, ένα πρωί χαιρετάει μάνα, πατέρα και αδέλφια και φεύγει από το σπίτι.
Περπάτησε, περπάτησε με ήλιο και βροχή, σε κάθε χωριό που βρίσκονταν στο δρόμο του σταματούσε και ρωτούσε.
“Ξέρει κανείς το δρόμο που πάει στον Παράδεισο;”
Στρίψε αριστερά του έλεγε ο ένας, στρίψε δυο φορές δεξιά και θα πέσεις πάνω του, έλεγε ο δεύτερος.
Ρώτησε πολλούς και έκανε ότι του έλεγε ο καθένας, αλλά Παράδεισο δεν εύρισκε.
Πέρασαν μήνες και μήνες, πέρασαν χρόνια και κάποια μέρα σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τους σοφούς δασκάλους που ζούσαν στην πρωτεύουσα.
Οι σοφοί όμως ήταν πολλοί και ο άνθρωπος αποφάσισε να τους πάρει με τη σειρά, ξεκινώντας από τον μικρότερο.
“Για να βρεις το δρόμο προς Παράδεισο, του λέει εκείνος, πρέπει πρώτα να βοηθήσεις πολλούς φτωχούς”.
“Μα εγώ δεν είμαι πλούσιος”, κάνει ο άνθρωπος.
“Εγώ αυτό ξέρω, αυτό σου λέω”.
Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, πάει στο δεύτερο.
“Για να πας στον Παράδεισο πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσεις τον κόσμο”, λέει κι εκείνος.
“Τους αγαπάω και Παράδεισο δεν βρίσκω”.
“Εγώ αυτό ξέρω, αυτό σου λέω”.
Δε βγάζει νόημα και πάει στον τρίτο.
“Α, δεν είναι εύκολο, για να πας στον Παράδεισο πρέπει πρώτα να περάσεις από σαράντα κύματα”.
“Πού να βρω θάλασσα σοφέ μου, μόνο έρημος υπάρχει”.
Για να μην τα πολυλογούμε, άκρη δε βγάζει και φτάνει στον τελευταίο, τον μεγαλύτερο και τον σοφότερο από τους σοφούς.
“Μόνον εσύ μου απόμεινες, από μικρό παιδί ένα όνειρο έχω, θέλω να πάω στον παράδεισο, κίνησα από μακριά, χρόνια ταξιδεύω, κουράστηκα. Δείξε μου το δρόμο”.
“Γιατί τόσος κόπος, του λέει ο γερο –σοφός, υπάρχουν αμέτρητοι δρόμοι που οδηγούν στον Παράδεισο. Τόσοι, όσοι και οι άνθρωποι.
Εσύ, πριν φύγεις από το σπίτι σου έψαξες καλά;
Το μονοπάτι που ξεκινά από την αυλή σου και οδηγεί στην οικογένειά σου το έχεις δει;



Παρασκευή, Νοεμβρίου 20, 2009

Για τα παιδιά των φυλακών...

Πέμπτη, 19 Νοεμβρίου 2009

Χριστουγεννιάτικο bazaar/party για τα παιδιά των φυλακών
για την προώθηση του bazaar
Το xeblogarisma.blogspot.com * σας καλεί το Σάββατο 28 Νοεμβρίου Στο 2ο Χριστουγεννιάτικο bazaar/party για τα παιδιά έως 3 ετών, που ζουν με τις φυλακισμένες μητέρες τους στις γυναικείες φυλακές Ελαιώνα Θήβας (πρώην Κορυδαλλού). ______________________________________________________
Ημερομηνία: 28/11/2009
Τόπος: Cabaret Voltaire, Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο

αναρτήθηκε από το hamomilaki


Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2009

Mια βαλίτσα είναι πολύ μικρή...


Έπρεπε να πάρει μία μόνο βαλίτσα.
Τι να πρωτοχωρέσει;
Έβαζε κι έβγαζε τα αγαπημένα της πράγματα χωρίς να μπορεί ν’ αποφασίσει τι να αφήσει πίσω της.
Το καθένα από αυτά έγραφαν μια ιστορία με τις πιο αγαπημένες στιγμές της ζωής της.
Η καρδιά της ήταν σφιγμένη, ανέπνεε με δυσκολία.
Τα λεπτοσκαλισμένα ποτηράκια από την προίκα της μητέρας της, οι πορσελάνινες κούπες της γιαγιάς, οι κεντημένες κουρτίνες, τ’ αγαπημένα βιβλία, τα δώρα των παιδιών, οι συλλογές της, απλωμένα στο κρεβάτι κι εκείνη δίπλα τους να τα χαϊδεύει και να τα θέλει όλα, όλα.
Όμως η βαλίτσα επέμενε να μην κλείνει και αυτή πάλι από την αρχή να βάζει και να βγάζει.
Σταμάτησε, δεν άντεχε άλλο. Τα μηνίγγια της χτυπούσαν, το στόμα της είχε ξεραθεί.
Βγήκε στoν κήπο να πάρει μιαν ανάσα
Λίγο πριν είχε βρέξει και η καλοκαιρινή υγρασία της έφερε μεγαλύτερη δυσφορία.
Περίεργο! Άλλες φορές που ετοιμάζονταν να φύγει πετούσε από χαρά.
Σήμερα τι έπαθε;

Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό Κυριακής...





                       Η συνέχεια στο alataki2.blogspot.com

Δευτέρα, Νοεμβρίου 16, 2009

Χαιρετίσματα από τον κ. Ψυχιατρικόπουλο


Γεια σας, τι κάνετε, καλά; Κι εγώ καλά είμαι, μόλις γύρισα από τον ψυχίατρό μου, τα χαιρετίσματά του έχετε και σας περιμένει.

Πώς είναι; Όταν πήγα καλά ήταν, φεύγοντας τον είδα κάπως… έλεγε επί ένα μισάωρο “Τι λες κυρά μου, τι λες, κυρά μου, τι λες κυρά μου” , του συνέστησα να κλείσει ραντεβού με τον δικό του ψυχίατρο.

Τι πάρλα είναι αυτή που μ’ έπιασε πάλι; Θα σας πω την ιστορία από την αρχή.

Πήγα λοιπόν στον κ. Ψυχιατρικόπουλο καλού κακού, διότι τελευταία μερικοί μου πέταξαν κατάμουτρα πως δεν είμαι άνθρωπος, είμαι λέει, βλήτο. Άκου τώρα…

Αυτό έγινε όταν είπα κι εγώ ν’ ασχοληθώ με κάτι για να είμαι δημιουργική και κατόπιν ωρίμου σκέψεως, βγήκα στο κουρμπέτι να κυνηγήσω εκείνον τον λήσταρχο τον σχιζοφρενή για τον οποίο φήμες έλεγαν πως κυκλοφορεί εδώ γύρω.

Στην πορεία όμως αντιμετώπισα το εξής δίλημμα διότι υπήρχαν συγκεχυμένες πληροφορίες για το θέμα.

Γεννήθηκε επί τέλους ο ιός της κ. Νέας Γρίπης, δεν γεννήθηκε και αν ναι, θα μας έρθει, δεν θα μας έρθει, μήπως ήρθε και δεν τον προϋπαντήσαμε, με τι μέσον ήρθε και από πού και αφ’ ενός δεν γνωρίζω πόσους ιούς έχει κι αυτή η πολύτεκνη, αφ’ ετέρου έτσι και μας έρθουν όλοι μαζί, τι να τους κάνουμε καλέ, πού να τους βάλουμε, πώς να τους φερθούμε για να μην παρεξηγηθεί και η μαμά τους;

Πρώτον αυτό και δεύτερον, εδώ και χρόνια μου λένε πως είμαι γνωστή και μη εξαιρετέα για κάποιον σοβαρό λόγο, που σημαίνει μεταξύ των άλλων πως το μυαλό μου μέχρι πρότινος δεν είχε αλλάξει θέση.

Το πίστεψα κι εγώ και μεταφέρω αυτά που με τα ίδια μου τ’ αυτάκια και τα μεγάλα μου ματάκια, άκουσα και είδα, για να έχω και τη δική σας γνώμη

Πρόκειται για τέσσερις κυρίους - αυτοί κι αν είναι γνωστοί και μη εξαιρετέοι - που είναι ειδικοί σε όλα τα θέματα που αφορούν ιούς και θυγατέρες να επιμένουν πως άτομο με την ονομασία Νέα Γρίπη δεν έχει καταγραφεί σε κανένα κιτάπι και αν παρ’ ελπίδα κυκλοφορεί λαθραία, δεν έχει πια και τόσους πολλούς ιούς, ούτε τόσο πολεμοχαρείς που να μην ξέρουμε ποιο όπλο ν’ αρπάξουμε, οι ίδιοι δε ως φιλήσυχοι πολίτες και γνώστες του θέματος, δεν θα έπιαναν ποτέ τέτοιο πράγμα στα χέρια τους τους.

Εξ άλλου ένα όπλο μόνον κυκλοφορεί στα αρμόδια οπλοπωλεία και αυτό λέγεται εμβόλιο της Κοινής Γρίπης μας είπαν και πως πρέπει να το χρησιμοποιήσουν όσοι έχουν σοβαρό λόγο, κάτι ας πούμε σαν το σύνδρομο του Ηρώδη.

Εντάξει, το πίστεψα και ησύχασα, διαβεβαίωσα και τη θεία μου την Κούλα που είχε πάθει πανικό για το αν προλάβει να χαρεί τα νιάτα της, πως θα τα ξεπεράσει τα εκατό - τώρα είναι ογδόντα επτά και επτά μηνών- και καλά ως εδώ.

Το πρόβλημα που με οδήγησε στον κ. Ψυχιατρικόπουλο, ξεκίνησε μια εβδομάδα μετά.

Ήταν τότε που άκουσα και είδα τους ίδιους τους κατάιδιους σας λέω, γνωστούς και μη εξαιρετέους, να μου τα γυρίζουν και να τα λεν ανάποδα.

Βεβαίως είπαν, είναι διαπιστωμένο πως η μαντάμ Γρίπη γέννησε πρόσφατα αυτόν τον καινούργιο ιό που τον ονόμασε Piggy ή κάπως έτσι θα σας γελάσω, να της ζήσει κιόλας που έτσι και του τη δώσει και κάνει επέλαση χαιρέτα μας τον πλάτανο και ότι αυτοί οι ίδιου θα αρματωθούν μέχρι εκεί που δεν παίρνει από το τελευταίας τεχνολογίας οπλοστάσιο, συστήνουν μάλιστα στον κοσμάκη να κάνει το ίδιο.

Να δεις που αυτούς κάποιος κακός τους απείλησε, υποπτεύομαι τον ίδιο τον ιό που τον ξέρουν και μας τον κρύβουν…

Και ρωτάω. Τι να πιστέψω τώρα εγώ καλέ, πώς να μην χρειαστώ τη βοήθεια του τρελογιατρού μου και κυρίως τι να πω στη θεία Κούλα που έτσι και της επιτεθεί εκείνο το παλιόπαιδο, αυτός ο Piggy ντε, θα με αποκληρώσει;

Αυτά είπα στον ψυχίατρό μου και του κόλλησε το “τι λες κυρά μου”,

Από κει και πέρα ο ιός και η ψυχή μας, εγώ το χρέος μου το έπραξα, σας τα είπα όλα όπως έγιναν, λέω να τον περιμένουμε πρώτα, αυτός να δεις ή που θα μας βγει Αττίλας  ή που θα είναι προβατάκι του θεού και θα πάει χαμένο το κυνηγητό…

Άντε, γεια σας πάλι και αν δείτε τους κυρίους ειδικούς να τους πείτε και ο ιός να μην τους λιώσει, η γκρίνια μου θα τους ξαπλώσει…




Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2009

Σ' αγαπώ, το ξέρεις;


Ο Αχιλλέας είναι πολύ χαρούμενος, γιατί θα μείνει με τη γιαγιά του λίγες ημέρες στο χωριό.
Περνάει πολύ όμορφα μαζί της. Η γιαγιά τον αγαπάει και τον αφήνει να παίζει όσο θέλει στη μεγάλη αυλή.
Η γιαγιά είναι ήδη έτοιμη και ο Αχιλλέας από τη βιασύνη του ξεχνάει να χαιρετήσει τη μαμά, τον μπαμπά και το μικρό του αδελφάκι.
-Αχιλλέα, ακούει τη μητέρα να φωνάζει, έλα να σε φιλήσω και να θυμάσαι, σ' αγαπώ πολύ.
Το ίδιο κάνει και ο πατέρας.
-Αχιλλέα, να προσέχεις και να θυμάσαι ότι σ' αγαπώ πολύ. Πήγαινε τώρα να χαιρετήσεις και το μωρό μας.
Ο Αχιλλέας βαριεστημένος φωνάζει από την πόρτα.
-Άντε γεια....

            Η συνέχεια στο http://alataki3.blogspot.com/




Πέμπτη, Νοεμβρίου 12, 2009

Και μένα, ποιός θα μου λέει τώρα παραμύθια;


           Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
           Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα και κανονικά αυτή την ώρα έχω Αγγλικά αλλά σήμερα δεν θα πάω.
           Είπα στη μαμά πως πονάει η κοιλιά μου, αλλά σε σένα θα πω όλη την αλήθεια.
           Δεν θέλω να πάω πουθενά σήμερα ούτε να διαβάσω θέλω, γιατί είμαι στεναχωρημένη.
           Η γιαγιά μου πριν από ένα μήνα έπαθε εγκεφαλικό, δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, ούτε να σηκώσει το δεξί χέρι και πόδι. και την πήγαμε στο νοσοκομείο.
           Μετά έγινε καλύτερα και ξαναήρθε στο σπίτι μας.
           Τη γιαγιά μου την αγαπώ πολύ κι εκείνη με αγαπάει, λέει μάλιστα πως με αγαπάει δυο φορές περισσότερο από το δικό της παιδί, δηλαδή το μπαμπά μου.
           Με τη γιαγιά είμαστε μαζί, από το πρωί μέχρι το βράδυ γιατί οι γονείς μου δουλεύουν μέχρι τις πέντε και το βράδυ βγαίνουν με τους φίλους τους.
           Μαγειρεύει τα φαγητά που μου αρέσουν, φτιάχνουμε μαζί τυροκούλουρα και λουκουμάδες, μερικές φορές τραγουδάμε και ράβουμε κούκλες από πανί που τις έχω στο δωμάτιό μου.
           Μου λέει και ωραία παραμύθια γιατί εμένα μου αρέσουν πολύ τα παραμύθια κι ας είμαι στην Ε΄ Δημοτικού.
           Δηλαδή αυτά τα κάναμε πριν αρρωστήσει, τώρα δεν μπορεί, μιλάει λίγο σαν τον αδελφό της Kικής που πάει στον παιδικό σταθμό, αλλά αυτό δε με νοιάζει, εγώ καταλαβαίνω όταν ζητάει νερό, ή όταν θέλει να με αγκαλιάσει.
           Της λέω να μη στεναχωριέται κι εγώ θα τη βοηθήσω να γίνει καλά, στην προσευχή μου μόνον αυτό παρακαλάω.
           Από τότε που η γιαγιά μου έπαθε αυτό το εγκεφαλικό, στο σπίτι μας έρχεται μια ξένη χοντρή κυρία που όλο φωνάζει. Δεν με αφήνει να καθίσω στο κρεβάτι της, ούτε να τη χαϊδέψω, ούτε να της μιλήσω, ούτε να τη βοηθήσω να φάει κι εγώ δεν τη χωνεύω.
           Χθες το βράδυ η μαμά μου είπε πως αυτή η ξένη δεν θα ξαναέρχονταν στο σπίτι μας και γύρισα από το σχολείο πολύ χαρούμενη που θα καθόμουνα στο δωμάτιο της γιαγιάκας μου όσο ήθελα.
            Το μεσημέρι που γύρισα όμως, δεν βρήκα στο σπίτι ούτε τη γιαγιά μου.
            Ο μπαμπάς είπε πως από δω και πέρα θα μένει κάπου αλλού, σε κάποιο μέρος που φροντίζουν τους ανθρώπους όταν αρρωσταίνουν.
            Εγώ όμως φοβάμαι, μπορεί να φοβάται κι εκείνη τώρα που είναι μόνη της.
            Και αυτό το μέρος είναι μακριά, πώς να της λέω “γιαγιά μου σ’ αγαπώ”.  
            Και μένα; Ποιός θα μου λέει τώρα παραμύθια;



Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009

Λόγια φτερά...



Όλοι κάτι προσμένουν.

Συνήθως εκείνο που δεν έχουν
Μετά κάτι άλλο
Ίσως λίγο καλύτερο από αυτό που έχουν
Το Προσμένω δεν τελειώνει
Γεννιέται και πεθαίνει
Τυραννά και τυραννιέται
Τον και από Τον προσμένοντα...






Τρίτη, Νοεμβρίου 10, 2009

Αυτά που μας αρέσουν...


           Μια μέρα, ένας άντρας που καθόταν κάτω από το δέντρο της αυλής του,
πρόσεξε ένα κουκούλι που στην άκρη του σχημάτιζε μικρό άνοιγμα.
Μια πεταλούδα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι, προσπαθούσε και προσπαθούσε,
μα πέρασε ώρα χωρίς να τα καταφέρει.
Ο άντρας τη λυπήθηκε, με ένα ψαλίδι έκοψε το κουκούλι.
Αμέσως η πεταλούδα απελευθερώθηκε και ο άντρας ήταν πολύ χαρούμενος γι αυτό.
Η πεταλούδα όμως, πέρασε τη ζωή της με μαραμένα φτερά χωρίς να μπορέσει ποτέ να πετάξει κι αυτό γιατί χρειαζόταν χρόνο και προσπάθεια για να βγει από το κουκούλι της.
Αυτό που για τον άντρα σήμαινε καλοσύνη, για την πεταλούδα ήταν καταστροφή,
Μερικές φορές ο αγώνας είναι αυτό ακριβώς που έχει ανάγκη η ζωή μας.
Ζωή χωρίς δυσκολίες δεν βοηθά να γίνει ο άνθρωπος δυνατός

Δευτέρα, Νοεμβρίου 09, 2009

Η χρονιά της φοβέρας


            ... Μοναχογιός ο Αλέκος, τον απέκτησε η κυρία Δέσποινα εκεί γύρω στα σαράντα, πάνω που είχε αρχίσει να την απογοητεύει το θέμα γάμος.

                Τυχερά πράματα όμως αυτά, στο κατηχητικό του Σαββάτου που πήγαινε απαραιτήτως, την πρόσεξε ο καθηγητής της θεολογίας που έκανε την ανάλυση του μηνύματος του ιερού Ευαγγελίου. Σοβαρός άνθρωπος, δεν μπορούσε να της κάνει απ’ ευθείας πρόταση γάμου, το ανέθεσε στον ιερέα, τον πατέρα Δαμιανό.
                Ο πατήρ, ενθουσιασμένος που θα ένωνε δυο ανθρώπους του θεού, μίλησε με τα θερμότερα λόγια στον καθένα για τον άλλον.
                Περιθώρια για χασομέρι δεν υπήρχαν, μετά τη Σαρακοστή έγινε ο γάμος και σε εννέα μήνες ακριβώς, γεννήθηκε ο Αλέκος.
                Εκπαιδευτικοί και οι δύο, ήταν δυνατόν το δικό τους παιδί να βγει παρακατιανό;
Όφειλε, είχε υποχρέωση να είναι ο πρώτος και όφειλε επίσης ν’ ακολουθήσει τον δρόμο των γονιών, το δρόμο του Κυρίου.
                Όλα έβαιναν καλώς μέχρι που ο Αλέκος τέλειωσε το Γυμνάσιο.
                Από κει και πέρα τώρα, ποιον πήγε και έμοιασε αυτό το πλάσμα, ήταν ένα μυστήριο.
                Δεν φτάνει μόνο που ψήλωσε και ομόρφηνε, έγινε ελεύθερος και ανεξάρτητος και δεν έμπαινε πλέον σε καλούπι....
                 Ολόκληρο το διήγημα στο http://alataki2.blogspot.com
                

Παρασκευή, Νοεμβρίου 06, 2009

Λόγια φτερά...

Ο κακός φοβάται την Αγάπη
Ο άσχημος μισεί την Ομορφιά
Ο δειλός τρέμει την Ανδρεία
Ο ψεύτης κρύβεται από την Αλήθεια
Ο δυστυχής ζηλεύει την Ευτυχία
Ο τσιφούτης λατρεύει τον Πλούτο
Ο γέρος αναπολεί τη Νιότη
Ο πόλεμος κατατρέχει την Ειρήνη

Ο ανέραστος κακολογεί τον Έρωτα
Ο μίζερος αποφεύγει τη Ζωή
Ο μισάνθρωπος χάνει τη Ζωή
Ο θάνατος τρέμει τη Ζωή



Αλλά εμείς...
                      

Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009

Αξιότιμοι γείτονες... (Α πα, πα μέσα στη γκρίνια είναι πάλι αυτή καλέ...)


                Αξιότιμοι γείτονες λέω,
                Πρώτον να καλωσορίσω στη γειτονιά όσους έχουν εγκατασταθεί πρόσφατα, δηλαδή τι πρόσφατα, τα τελευταία είκοσι χρόνια κι ακόμα το βιολί βιολάκι τους και να πω δυο λόγια για να πάρετε μια ιδέα σε τι είδους γειτονιά έχετε μετακομίσει.
                Η γειτονιά μας πουλάκια μου, εκείνον τον άγιο καιρό είχε μονοκατοικίες κουκλίστικες, ασβεστωμένες ή βαμμένες στα χρώματα του ουράνιου τόξου με καταπράσινες αυλές από τις γλάστρες, τα γιασεμιά και τις τριανταφυλλιές, δέντρα υψώνονταν για ίσκιο, από συκιές μέχρι ελιές, τα πεζοδρόμια με δέντρα στη σειρά κι αυτά, πλένονταν με καθαρό νεράκι κάθε απόγευμα για ν’ απολαμβάνουν οι γείτονες τα δειλινά, καθισμένοι στα σκαμνάκια και τα σκαλοπάτια τους.
                 Σε κάθε τετράγωνο στήνονταν παρέες, με καφέ και γλυκό του κουταλιού που κερνούσε η μια γειτόνισσα στην άλλη και σαν τελείωναν με τα δικά τους, πετάγονταν μέχρι το επόμενο τετράγωνο για να διευρύνουν τις κοινωνικές επαφές.
                 Οι ατμοί των φαγητών πετούσαν στον αέρα και άφηναν τις οσμές τους, τόσο όσο χρειαζόταν για να δηλώσουν στους γείτονες το μεσημεριανό τραπέζι.
                 Οι σχέσεις των γειτόνων ήταν αγαπησιάρικες και το πολύ-πολύ να κουτσομπόλευε η μια νοικοκυρά τη μπουγάδα της άλλης.
                 Πρέπει να μάθετε όμως πως ότι και να γινόταν, σε περίπτωση ανάγκης συνέτρεχαν οι πάντες και κανείς δεν ένιωθε μόνος κι έρημος.
                 Ο δρόμος μας έλαμπε από καθαριότητα, και αν αραιά και που εμφανιζόταν οδοκαθαριστής, οι νοικοκυρές το θεωρούσαν προσβολή, τι δουλειά είχε ξένος άνθρωπος με τα δικά τους τα σκουπίδια.
                 Το Πάσχα γύριζαν όλοι μαζί τ’ αρνιά στις αυλές, ακόμα και στα πεζοδρόμια και όλες μαζί σιδέρωναν τα προικιά του κοριτσιού που ετοιμάζονταν για γάμο.
Διαρρήκτες; Τι είναι αυτό; Και πες πως βρίσκονταν κανένας, που να τολμήσει και που να κρυφτεί;

                  Αχρείαστα να είναι τα κλειδιά, έλεγε η γιαγιά μου γιατί αν ο κόσμος φτάσει να κλειδώνει το σπίτι του, πάει, θα μας κάψει ο θεός!
                  “… και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες ωργισμένοι…” και καλά γκρεμοτσακίσαμε τα λουσμένα στο φως σπιτάκια μας και χτίσαμε εκείνα τα κάθετα σπιρτόκουτα και απαγορεύσαμε στον ήλιο να μας ενοχλεί και μαζευτήκαμε από εκατό χωριά χωριάτες στο ίδιο σπίτι.
                  Από κει και πέρα βρε καλοί μου γείτονες, τι έχουν τα κουλά μας και δεν μπορούν ν’ ανοίξουν τον κάδο να σαβουρντίσουν έστω τα σκουπίδια μας;
                  Τόσο πολύ αγαπάμε τ’ αποφάγια και τα χαρτιά υγείας και τ αφήνουμε να καμαρώνουν στα πεζοδρόμια, μπροστά στα μάτια και κάτω από τη μύτη του όποιου δυστυχούς;
                  Γιατί δηλαδή αναγκάζουμε τον κάθε κατακαημένο μπορεί δεν μπορεί, να χοροπηδάει σαν κατσαρίδα που μύρισε εντομοκτόνο για να μην πατήσει τα σ…α μας;
                  Και δεν μου λέτε; Πόσο μεγαλοπιαστήκαμε πια και αποκηρύξαμε τη σκούπα που μια χαρά εξαφανίζει τα λαδωμένα από τις τυρόπιττες χαρτιά στο πεζοδρόμιό μας και τις πλαστικές σακούλες και απαιτούμε από τον Δήμο μόνο να τηρεί το “διατηρείτε την πόλη καθαρή” που γράφουν και οι κάδοι;
                  Αμ το άλλο; Τους ατμούς και τις οσμές της κουζίνας δεν τις διαλύει ο αέρας πια, από πού να περάσει κι αυτός, παρά μου τα στέλνουν οι αποροφητήρες στην κρεβατοκάμαρα, το σαλόνι και γενικώς στη μούρη μου.
Καλά, εδώ φταίει άλλος…

                  Και τώρα που πήρα φόρα, τα παρτεράκια που μάλωσα με τον μηχανικό για να τα φτιάξει στον κενό χώρο μπροστά στην πολυκατοικία μας και τα φύτεψα με λογής τριανταφυλλιές γιατί μου τα ρημάζετε που να σας μπουν τριάντα αγκάθια όπως εκείνη την ωραία στο παραμύθι και να ξυπνήσετε μετά από τριάντα χρόνια;
                  Τουλάχιστον ν’ αφήνατε τα δεντράκια που φυτέψαμε στο πεζοδρόμιο να μεγαλώσουν και να μην τα παίρνατε σβάρνα με το παρκάρισμα.
Αλλά θα σας ξεφουσκώσω εγώ τα λάστιχα καμιά μέρα να μάθετε…
                  Βρε χρυσή μου κυρά Μαρίκα (τρόπος του λέγειν δηλαδή) τόσες φορές σου είπαμε να μην τινάζεις τα χαλιά σου όταν βλέπεις τη φουκαριάρα τη μικρομάνα με τα τρία μωρά ν’ απλώνει τα ρουχαλάκια τους.
Δεν θα σου φύγει όμως μια φορά από τα χέρια; Είμαι πιο σβέλτη από σένα, θα σου τα κόψω τα κρόσια…
                  Καλά, εσένα που βάζεις τα σκυλοτράγουδα στη διαπασών και τραντάζονται τα τζάμια και μας λες ότι δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας που να σου σπάσει το στερεοφωνικό, ξέρω τι θα σε κάνω. Θα πάρεις πόδι μόλις λήξει το συμβόλαιο…
                  Ρε συ φίλε από τον έβδομο, αφού με βλέπεις που έρχομαι πίσω σου, γιατί παίρνεις φόρα και μου κλείνεις την πόρτα του ασανσέρ στα μούτρα, πότε να περιμένω ν’ ανεβεί, να κατεβεί, να πάω κι εγώ στον τέταρτο που έχω φορτωθεί και σαν το ζωντανό;
Τώρα θα μου πεις καλύτερα, γιατί ποιος ξέρει πόσο παστουρμά έφαγες πάλι…
                  Μωρ’ συ με το κορακί μαλλί βάλε λιγότερο πατσουλί, είναι ανάγκη να παίρνουμε μυρωδιά πότε μπαίνεις, πότε βγαίνεις;
                  Με σένα την από πάνω μου να δω πώς θα ξεμπλέξω. Χριστιανή μου, τι κάνεις όλη μέρα, η περιέργεια θα με φάει.
Γιατί μόλις πάει δώδεκα, την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα ξεσηκώνεσαι και τραβολογάς τους καναπέδες και τα τραπέζια, κυνηγητό παίζεις μαζί τους;
Άσε με να κοιμηθώ κομματάκι που βλέπω εφιάλτες ότι μούρχονται οι καρέκλες σου στο κεφάλι…
                  Ας μη μιλήσουμε για ανθρώπινο ενδιαφέρον γιατί θα γίνω έξαλλη. Ακούμε τη γυναίκα να φωνάζει βοήθεια που τρώει ξύλο και δεν ορμάμε όλοι μαζί να κόψουμε τα ξερά του τζάμπα μάγκα. Καλέ παρεμπιπτόντως, τι έγιναν οι άντρες;
                  Δεν είναι δική μας δουλειά θα μου πείτε, μήπως τουλάχιστον είναι δική μας η δουλειά να ψελλίζουμε μια καλημέρα στο γείτονα;
                  Το λέω γιατί μας βλέπω στα μουγκά να μπαίνουμε στα κουφά να βγαίνουμε, ακόμα και από το διπλανό διαμέρισμα
                  Κι εσύ μωρή σουρτούκω κάνε λίγο τη δύσκολη, τι μου κουβαλάς όλη την Τετάρτη Μεραρχία;
                  Και πού είστε; Ο τελευταίος ας κλείσει τουλάχιστον την πόρτα της πολυκατοικίας που έτσι και χαλάσει ο μηχανισμός χ……..ε που γίνεται το μπάτε σκύλοι και αλέστε…
                  Ωχ, με την κουβέντα ξεχάστηκα, είχα σκοπό σήμερα να τσακώσω τον χαμένο που σουτάρει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι…
Θα τον βάλω εγώ να τα φάει.
                  Εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω και γραμμένη με έχετε, είπατε;
                  Που να σας γράψει το Υπουργείο Οικονομικών και το Απασχόλησης μαζί, εκεί που ξέρετε…


                  Και άντε… μπιπ…



Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2009

Τιμής ένεκεν - Ιωάννης Καποδίστριας



«…Ελπίζω ότι όσοι εξ´ υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ´ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ´ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της…»

«…εφ´ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν».