Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Στη μέση του δρόμου... με τα κόκκινα μήλα


                 Στη μέση του μεγάλου δρόμου στη νησίδα στεκόταν.
                 Γύρω στα ογδόντα ήταν, αδύνατος και σκυφτός, στηριγμένος με το αριστερό του χέρι στην κολώνα φωτισμού.
Στο δεξί του κρατούσε μια άσπρη πλαστική σακούλα με τέσσερα-πέντε κόκκινα μήλα.
                 Περίμενε να γίνει το απέναντι φανάρι πράσινο για να διασχίσει το επόμενο μισό του δρόμου.
                 Δίπλα του δυο ακόμα νεαρά άτομα.
                 Στον απέναντι κάθετο που τα φανάρια είναι έτσι ρυθμισμένα ώστε να περνούν αυτοκίνητα και πεζοί από τις δύο απέναντι πλευρές, ένα κατακόκκινο Fiat με τη μουσική να ξεσχίζει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να σπάσει προφανώς την πλήξη του οδηγού, περίμενε κι εκείνο να πρασινίσει το φανάρι.
                 Το φανάρι έδειξε το πράσινο ανθρωπάκι, ο ηλικιωμένος ακούμπησε το πόδι του στο οδόστρωμα, κοίταξε απέναντι και δεξιά, βεβαιώθηκε πως ήταν ελεύθερο από οχήματα και συνέχισε να περπατά προς το απέναντι πεζοδρόμιο, μαζί του και οι άλλοι δυο.
                 Κι εκεί που κανείς δεν το περίμενε, ο οδηγός του θορυβώδους κατακόκκινου όρμηξε με τις ρόδες να στριγγλίζουν από το μαρσάρισμα, ξαφνικά και απροειδοποίητα δεξιά, δίχως ν’ ανάψει το φλας κατεύθυνσης.
                 Τα δύο νεαρά άτομα, έτρεξαν μπροστά και γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια.
                 Τα πόδια του γεράκου αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν, ίσως και το ταλαιπωρημένο από τα χρόνια και τις κακουχίες μυαλό του, κοκάλωσε στη μέση του δρόμου, μετατράπηκε σε ένα κουβάρι και πετάχτηκε σα να ήταν τόπι ξεφούσκωτο δέκα μέτρα μακριά.
                 Τα κόκκινα μήλα σκορπίστηκαν βιαστικά στη μέση του δρόμου, ώσπου σοκαρισμένα κατέληξαν στις άκρες των πεζοδρομίων, εκτός από ένα που σαν για συμπαράσταση κύλησε και στάθηκε δίπλα στο χτυπημένο ανθρώπινο κορμί.
                 Το ανατριχιαστικό φρενάρισμα ακούστηκε μεταχρονισμένα και ο πανικός που ακολούθησε έδειξε για άλλη μια φορά τα κατορθώματα της ανθρώπινης αδιαφορίας και ανευθυνότητας
                 Εκείνο το μεσημέρι η γειτόνισσά μου η κυρά Ματίνα, περίμενε για μισή ώρα ακόμα τον κυρ Βαγγέλη της, τον άντρα που έζησε μαζί του πενήντα τρία χρόνια, να γυρίσει από το καφενείο.
                 Έκοβε σαλάτα και δόξαζε το θεό που τους άφησε να γεράσουν μαζί, να δουν τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν, ν’ απολαμβάνουν τα ηλιόλουστα πρωϊνά στο πάρκο, να χαίρονται με τα παιδιά τους τις μεγάλες γιορτές κι ας ήταν μακριά
                 Ύστερα ανησύχησε και βγήκε να τον ψάξει, την ώρα της μεσημεριανής επιστροφής την τηρούσε ευλαβικά ο κυρ Βαγγέλης.
                  Μία και μισή ακριβώς έβαζαν τραπέζι.
                  Ποιός να της το πει; Πώς να της το πει;

Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2009

Ο άνθρωπος το πουλί και το λουλούδι


Βρέθηκαν κάποτε μαζί σε έναν κήπο, ένας άνθρωπος, ένα πουλί και ένα λουλούδι.
Το λουλούδι είχε χρώματα σπάνια, ήταν όμορφο και δροσερό, μοσχοβολούσε και λικνίζονταν στο φύσημα του αγέρα.
Το πουλί ήταν χαριτωμένο, ανάλαφρο και κελαηδούσε όμορφα.
Ο άνθρωπος ήταν νέος και καλοφτιαγμένος. Καθόταν στο γρασίδι σκεφτικός και αφηρημένος με τα μάτια κλειστά.
Κάποια στιγμή ακούγεται μια φωνή να λέει.
-Αχ, πόσο σε λυπάμαι φίλε!
Πετάγεται όρθιος ο άνθρωπος να δει ποιος μίλησε, κανείς δε φαινόταν, σκέφτεται πως ήταν η φαντασία του και ξανακάθεται.
Σε λίγο ακούγεται πάλι η ίδια φωνή.
-Εχ, τίποτα δεν έχεις καταλάβει από τη ζωή!
Τρομάζει ο άνθρωπος ψάχνει γύρω, τίποτε, σκέφτεται πως αυτό εδώ το μέρος είναι στοιχειωμένο και τρέχει να φύγει.
Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του ένα πλασματάκι τόσο δα που ήταν και δεν ήταν αληθινό και του λέει.
-Πού πας άνθρωπε, μείνε να χαρείς την ομορφιά.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί από την τρομάρα του και το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν συνεχίζει.
-Πιάσε κουβέντα με αυτό το όμορφο λουλούδι και κείνο το παραδεισένιο πουλί. Μίλησε μαζί τους και θα μάθεις πολλά.
Συνέρχεται ο άνθρωπος, σκέφτεται τα λόγια που άκουσε και αποφασίζει να κάνει ότι είπε το πλασματάκι.
Πιάνει λοιπόν την κουβέντα στο λουλούδι.
-Τώρα που σε κοιτάζω βλέπω πως είσαι. όμορφο και μυρίζεις υπέροχα. Κρίμα όμως!
-Κρίμα, γιατί; ρωτάει το λουλούδι.
-Κρίμα γιατί σε λίγο θα μαραθείς
Ακούει το πουλί και μπαίνει στην κουβέντα.
-Αχ, ευτυχώς που δεν είμαι λουλούδι..
-Αχ, αναστενάζει πάλι ο άνθρωπος, και σένα σε κλαίω.
-Γιατί το λες αυτό; τιτιβίζει το πουλί, τι ανάγκη έχω εγώ που σκίζω τον αγέρα με τα δυνατά μου φτερά;
-Μπορεί να σκίζεις τον αγέρα και να έχεις δυνατά φτερά, αλλά δε σημαίνει τίποτα.
-Χα! Ποιός το λέει αυτό άνθρωπέ μου, δε βλέπεις που πετάω όπου θέλω;
-Πετάς τώρα, αν όμως αύριο σε σημαδέψει κάποιος με σφεντόνα; Θα σου σπάσει τα φτερά και δεν θα μπορείς να πετάξεις.
-Βρε τι είναι αυτά που λες; Κι εγώ που σου τραγουσούσα τόση ώρα! Δηλαδή νομίζεις πως είναι καλύτερα να μην έχει κανείς φωνή και φτερά;
-Ε, δε λέω, μπορεί εσύ να έχεις φωνή αλλά αν κάποτε πληγωθείς, θα μπορείς να κηλαϊδίσεις;
Το λουλούδι που παρακολουθεί χωρίς να μιλάει, ακούγεται να λέει.
-Α, όσο γι αυτό, εγώ δεν κινδυνεύω να μου σπάσουν τα φτερά..
-Ναι καλά, λέει ο άνθρωπος, εσένα όμως μπορεί να σε κόψουν.
-Ποιός να με κόψει καλέ και γιατί να το κάνει;
-Δεν έχεις ακούσει για λουλούδια που μπαίνουν στο βάζο;
-Πως, βέβαια, πετάγεται το πουλί, έχω δει ανθρώπους να κόβουν τα λουλούδια.
-Εσύ μη μιλάς, λέει ο άνθρωπος, γιατί εσένα μπορεί να σε πιάσουν και να σε κλείσουν σε κλουβί.
-Εμένα σε κλουβί, ας γελάσω, κάνει το πουλί. Τα πουλιά γεννήθηκαν για να πετούν ως τον ουρανό. Πώς να πετάξουν μέσα στο κλουβί;
-Αχ, κάνει ο άνθρωπος, τα πράγματα είναι ακριβώς όπως σας τα λέω, κρίμα είστε και οι δύο. Τόση ομορφιά χαμένη.
Σωπαίνουν για λίγο και οι τρεις. Το πουλί και το λουλούδι σκέφτονται τι μέτρα να πάρουν για να αποφύγουν τα δυσάρεστα που άκουσαν από τον άνθρωπο.
-Δηλαδή, λέει το πουλί για να μην πάθω όσα λες, πρέπει να σταματήσω να πετάω και να κρυφτώ σε έναν θάμνο. Τότε τι πουλί θα ήμουν;
-Μπα, εκεί μπορεί να σε αρπάξει η αλεπού, άσε που μπορεί να πέσεις σε καμιά παγίδα.
-Κι εγώ λέει το λουλούδι, να σταματήσω ν’ ανθίζω και να μυρίζω όμορφα. Μα τότε τι λουλούδι θα ήμουν;
-Δε βαριέσαι, ξαναλέει ο άνθρωπος και να σταματήσεις να ανθίζεις μπορεί να σε κόψουν από τη ρίζα.
-Μα αν είναι όπως τα λες γιατί να υπάρχουν λουλούδια και πουλιά στη φύση; ρωτούν και οι δύο με ένα στόμα.
-Άντε ντε, όλα είναι μάταια, απαντάει ο άνθρωπος αναστενάζοντας.
-Καλά για μας, ψιθυρίζει το λουλούδι, εσύ όμως γιατί είσαι δυστυχισμένος;
-Πώς να μην είμαι, κάνει ο άνθρωπος, μήπως εγώ ξέρω τι θα πάθω φεύγοντας από δω; Μπορεί στο δρόμο να με τσιμπήσει ένα φίδι, ή μπορεί να πέσει πάνω μου κεραυνός, ή να με σκοτώσει κανένας ληστής.
-Βρε τι είναι αυτό που μας βρήκε σήμερα, νευριάζει το πουλί, τι χαζό είμαι που κάθομαι και σε ακούω, μια καλή κουβέντα δεν μας είπες. Ας πετάξω εγώ όπως πετούσα να χαρώ αυτή τη θαυμάσια μέρα. Αυτό μου έλειπε τώρα να αρχίσω να φοβάμαι που είμαι πουλί.
Αυτά φώναξε το πουλί και πέταξε ψηλά.
Το λουλούδι κοιτάζει το πουλί να πετάει και μαλώνει τον άνθρωπο.
-Βλέπεις τώρα τι έκανες, αν δεν μας έλεγες ανοησίες το πουλί θα καθόταν στα κλωνάρια μου και θα κάναμε μια χαρά παρέα. Στο κάτω- κάτω αν με κόψουν θα ανθίσουν άλλα λουλούδια. Μπα σε καλό σου, άσε με άνθρωπέ μου να λουστώ με τον ήλιο, να χορέψω με τ’ αγέρι και να μοσχοβολήσω. Πήγαινε στο καλό σου.
Ο άνθρωπος αναστενάζει πάλι και σηκώνεται να φύγει σκυφτός και κουρασμένος.
Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν.
-Τι να σου πω, του λέει, ρόιδο τα έκανες. Εγώ είπα να μιλήσεις με το λουλούδι και το πουλί γιατί νόμιζα πως θα ήσουν ευτυχισμένος βλέποντας τόση ομορφιά. Ήθελα να μάθεις από το πουλί πόση ευτυχία νιώθει όταν πετάει και από το λουλούδι πώς είδε τον ήλιο να στεγνώνει τις δροσοσταλίδες που του έριξε η νύχτα.
-Άντε σύρε στο καλό, εύχομαι να μην πάθεις όσα φοβάσαι…
Μόνο να με θυμηθείς την επόμενη φορά που θα βρεθεί μπροστά σου ένα πουλί και ένα λουλούδι!

Κυριακή, Οκτωβρίου 25, 2009

Eίμαστε όλοι υποκριτές στο stage του παραλόγου


Πολύς λόγος έγινε για τα περίφημα προγράμματα Stage και συνεχίζει και ποιος ξέρει μέχρι πότε. Είναι καταπληκτικό το πώς καταφέρνουμε να περιπλέκουμε και τα πιο απλά πράγματα. Απλοϊκή σκέψη χρειάζεται για να επιλυθεί ένα θέμα που έχει καταστεί εθνικό ζήτημα..
Τι είναι βρε παιδιά αυτά τα προγράμματα; Προορίζονται ξέραμε, για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, έτσι δε λέει ο Νόμος; Τι σημαίνει αυτό, ή τι θα έπρεπε να σημαίνει;
Προσλαμβάνονται οι νέοι και άπειροι υποψήφιοι εργαζόμενοι για να εκπαιδευτούν πάνω στον τομέα τους, στην ειδικότητα για την οποία θα κληθούν στο μέλλον ν’ αναζητήσουν εργασία.
Ωραία ως εδώ; Ποιοί είναι λοιπόν αυτοί που έχουν ανάγκη εκπαίδευσης;
Όλοι ανεξαιρέτως οι νέοι. Σωστά; Πώς θα γίνει στην πράξη;
Μα πώς αλλιώς; Θα υποβάλλονται αιτήσεις από τους ενδιαφερόμενους που θα προσληφθούν με τη σειρά για ένα εξάμηνο, άντε οκτάμηνο. Το ένα διάστημα δύο χιλιάδες άτομα, το δεύτερο διάστημα άλλοι δύο χιλιάδες και ούτω καθ’ εξής.
Όλοι δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση στο stage; Αμέ, φυσικά!
Αυτό λοιπόν προϋποθέτει την εναλλαγή των εκπαιδευόμενων. Φεύγει ο ένας, έρχεται ο άλλος.
Με ευθύνη του ίδιου του κρατικού μηχανισμού που πιστεύει πως όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Καλά ως εδώ; Καλά!
Έλα όμως που τα stage είχαν την ίδια κατάντια όπως και τα υπόλοιπα σε τούτη τη χώρα.
Ο ενδιαφερόμενος για να έχει πρόσβαση στο πρόγραμμα υποχρεώθηκε - ναι υποχρεώθηκε διότι έτσι είθισται στον τόπο μας - να περάσει να υποβάλλει τα σέβη του, να δηλώσει πιθανόν υποταγή στον βουλευτή, να μετατραπεί σε δουλοπρεπή κάτοικο, να πληρώσει ίσως και δεν μπορώ να φανταστώ τι άλλο.
Αυτά τα προσόντα έπρεπε να διαθέτει ο υποψήφιος για να καταλάβει έστω και αυτή τη δημόσια καρέκλα του, χωρίς ασφάλιση και σχεδόν χωρίς μισθό εκπαιδευόμενου και από κει και πέρα, άντε να τον σηκώσεις…
Γιατί προβληματιζόμαστε; Ένα κι ένα κάνουν δύο
Θα μου πεις τι φταίνε οι εργαζόμενοι... Τι να πω! Θα πω μόνον πως όλοι υποκύψαμε στον παραλογισμό της πλύσης εγκεφάλου.
Γιατί δεν τους είπαν, η σύμβασή σου είναι εξάμηνη, μετά έχει άλλος σειρά; Γιατί αντίθετα είπαν, πήγαινε για ένα εξάμηνο και βλέπουμε…
Τι κουφά είναι αυτά με μονιμοποιήσεις και μοριοδοτήσεις;. Τα παιδιά που δεν έχουν τα συγκεκριμένα μόρια πώς θα κριθούν; Προς τι οι ενδοιασμοί και οι αντιδράσεις να κριθούν άπαντες επί ίσοις όροις; Από πότε επιβραβεύεται η λαμογιά και το γλύψιμο;
Ανέκαθεν θα μου πείτε. Ε, κάποτε πρέπει να βάλουμε τη γλώσσα μέσα.
Συμφωνώ πως πάνω απ’ όλα φταίνε οι ντήλερ και καπηλευτές των ονείρων, της ελπίδας και της ζωής των νέων. Με λίγα λόγια φταίνε όχι οι βουλευτές ως εκπρόσωποι της Βουλής των Ελλήνων, αλλά οι βολευτές κατάλοιπα, μην πω τίνος, που δρουν με βάση το προσωπικό τους συμφέρον.
Μα την αλήθεια αν ήταν στο χέρι μου θα ζητούσα την ποινική τους καταδίκη.
Και τα άλλα παιδιά που δεν έχουν πρόσβαση σε βολευτές, ή δεν τους επιτρέπει η αξιοπρέπεια και η συνείδηση να καταφύγουν εκεί, τι θα γίνουν;
Τα παιδιά που δουλεύουν delivery, bar ή οικοδομή, σε ποια χώρα ανήκουν;
Τι θα γίνει με τη χώρα μας όπου το παράλογο θεωρείται αυτονόητο και η υποχρέωση δικαίωμα;
Πώς να πείσω το παιδί μου πως πρέπει να υπερασπιστεί αυτή την πατρίδα, ή να γίνει νόμιμος και ευσυνείδητος πολίτης τη στιγμή που η ίδια η πατρίδα χλευάζει το έντιμο, το νόμιμο το αξιοπρεπές;
Εγώ κύριοι στη Βουλή έστειλα Βουλευτές και όχι βολευτές…

Σάββατο, Οκτωβρίου 24, 2009

Τότε που στη γειτονιά μας είχαμε μαγαζάκια




 Στα πέντε μου χρόνια είχα καταφέρει να γίνω το παιδί για τα θελήματα της γειτονιάς. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου οι φράσεις της μάνας μου και όχι μόνον.
“Αννούλα, τρέχα στον μπακάλη να μου πάρεις ένα αλάτι”.
“Αννούλα, έλα κοριτσάκι μου, τρέξε μέχρι τον μπακάλη είμαι με το νυχτικό, μισό κιλό ζάχαρη να του πεις, μισό κιλό φασόλια και μία ρέγγα για την κυρά Φρόσω και να τα γράψει”.
“Αννούλα, θα πας στον μανάβη κι εγώ θα σου δώκω σοκολατάκι, θα μου πάρεις μισό κιλό λεμόνια και ένα λαχανάκι, από τα καλά να του πεις, για τη Σούλα να πεις, θα τα θυμηθείς;” 
Εγώ ένιωθα πολύ περήφανη που ήμουν το μόνο παιδί στη γειτονιά που τα κατάφερνε στον άθλο των αγορών και επιπροσθέτως τσίμπαγα πότε σοκολατάκι και πότε καραμελίτσες.
Το μπακάλικο του κυρ Βαγγέλη που ήταν στη γωνία, τρία σπίτια πιο κάτω από το δικό μου και απέναντι από την εκκλησία μας, φάνταζε στα μάτια μου σαν τον Διεθνή Οίκο του Εμπορίου που θα λέγαμε σήμερα.
Στεκόμουν και θαύμαζα τον απίστευτο πλούτο των εμπορευμάτων, δηλαδή τα σακιά με αλεύρι, φασόλια, φακές και ρύζια, στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, άσπρα σαν τις βάρκες στο λιμάνι, τις νταμιτζάνες με κρασί και τσίπουρο, όλα προϊόντα της περιοχής μας, αλίπαστα και αγνά, μαζεμένα και ζυμωμένα από τους ανθρώπους του χωριού και του μόχθου. τις ρέγγες και τις λακέρδες, τις ελιές, το τουρσί, τα τυριά, δηλαδή τη φέτα και το κασέρι.
 Όσο ο κυρ Βαγγέλης, γέμιζε τις χάρτινες σακούλες, ζύγιζε και τις έδενε με λεπτό σκοινί για να μην ανοίξουν, το δικό μου το βλέμμα πετούσε στα ζαχαρωτά και στα λουκούμια και μου έτρεχαν τα σάλια για τις τόσες λιχουδιές που λίγοι τυχεροί είχαν το προνόμιο να δοκιμάζουν.
Στο μπακάλικο, το μανάβικο, στον φούρνο, είχα και τις κοινωνικές μου επαφές  με τους μαγαζάτορες και τις γειτόνισσες.
Αργότερα στη γειτονιά μου άνοιξε το μαγαζάκι του ο μαραγκός ο κυρ Αριστείδης.
 Η γειτονιά κρατούσε σειρά για να επισκευάσει ή να φτιάξει ντουλάπια κουζίνας, καινούργιες τραπεζαρίες και ό,τι μικρό ή μεγάλο έπιπλο έλειπε από το σπίτι.
 Ύστερα άνοιξε γαλακτοπωλείο, μετά μαγαζί με είδη προικός, σεντόνια, πετσέτες και τα λοιπά.
Με όλους είχαμε φιλικές ή απλά καλές σχέσεις, λέγαμε την καλημέρα και την κουβεντούλα μας, μπαίναμε στα μαγαζάκια τους τα ισόγεια και ήσυχα, μας εμπιστεύονταν, το ίδιο κι εμείς και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια….
Και ήρθαν τα τωρινά.
Ένα προς ένα τα ισόγεια μαγαζάκια έκλεισαν, άνοιξαν αλυσίδες σούπερ μάρκετ με άγνωστους και απρόσωπους ταμίες, όπου ο καθένας ψωνίζει και φεύγει όπως μπήκε, σιωπηλός και μόνος, άνοιξαν πολυκαταστήματα οι διεθνείς φίρμες που διαθέτουν καφέ και εστιατόρια και ορόφους με περιττά εμπορεύματα που μας έμαθαν να τα θεωρούμε απαραίτητα, το βερεσέ έγινε πλαστικό δανεικό τραπεζικό χρήμα που βολεύει γιατί ψωνίζουμε ασύστολα χωρίς να έχουμε μία και μετά τρέχουμε στα ειδικά ριάλιτυ να τα συμμαζέψουμε, περιμένουμε στις ουρές των ταμείων και θέλουμε ώρες από τον άχρηστο όπως αποδεικνύεται χρόνο μας για ν’ αγοράσουμε δυο απορρυπαντικά.
Σε ένα από αυτά τα τέρατα βρέθηκα προ ημερών, σε ένα κρύο χαώδες παραγκοκατασκεύασμα μεγάλης εμπορικής αλυσίδας με κάποιες εκατοντάδες άλλους ταλαίπωρους που μπήκα στις έξη και χάθηκα στο δαιδαλώδες περιβάλλον.
Παράθυρο και φρέσκος αέρας πουθενά, ο δρόμος της επιστροφής λες και είχε εξαφανιστεί, εκεί μέσα έτσι και κάνεις το λάθος να περάσεις την είσοδο, καλό είναι να θεωρήσεις τον εαυτό σου εξ αρχής εγκλωβισμένο, αν όχι φυλακισμένο, για να μην έχεις την ψευδαίσθηση, όπως εγώ, πως μπορείς να δραπετεύσεις όποτε σου κάνει κέφι.
Όχι αγαπητοί μου. Το πανούργο μάρκετινγκ έχει μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο θα εκβιάσει τη θέληση του υποψήφιου αγοραστή και θα οδηγήσει το χέρι του στην τσέπη. Στην προκειμένη περίπτωση υποχρεωτικά θα περάσεις από όλα, μα όλα τα προς πώλησιν είδη, θες δε θες.
Με έπιασε μια κλειστοφοβία, φαντάσου είπα να πιάσει φωτιά εδώ μέσα, αναζήτησα μια έξοδο, να βγω στην αυλή βρε αδερφέ να πάρω μια ανάσα.
Ανακάλυψα δυο-τρεις πόρτες κι εκεί που έσπευδα με ανακούφιση να τις ανοίξω, έπεφτα πάνω σε ταμπέλα. “Προσοχή-έξοδος κινδύνου-λειτουργεί συναγερμός”. Απομακρύνθηκα με τρόμο μην τυχόν κι αρχίσουν να σφυρίζουν οι σειρήνες. Περπάτησα αρκετά χιλιόμετρα σε κείνο το μπουντρούμι αναγκαστικά, ακολουθώντας τις ταμπέλες, πήγαινα όπου με πήγαιναν, στο δρόμο μου ξεφύτρωναν σαλόνια, κρεβατοκάμαρες και παιδικά δωμάτια, κουζίνες και μπάνια, χρήσιμα και άχρηστα μικρά και μεγάλα αντικείμενα.
Δεν μ’ ενδιέφερε τίποτε από αυτά, από περιέργεια πήγα κι εγώ να δω με τα μάτια μου αυτό το κατάστημα-πολιτεία που μου είχαν περιγράψει ως το όγδοο θαύμα.
Καλά να πάθεις, έλεγα στον εαυτό μου και αναζήτησα τουλάχιστο το εστιατόριο να πιω έναν καφέ που είχαν πρηστεί τα πόδια μου, είχα περπατήσει ήδη μιάμιση ώρα. Όταν το βρήκα στο τέλος του χάους, μου ξέφυγε ένα ουφ, καθώς διέκρινα και μια πολυπόθητη πόρτα που ανοιγόκλεινε και σκέφτηκα πως επί τέλους βρήκα την έξοδο και το δρόμο προς την ελευθερία.
Ήπια τον καφέ μου με σαρδόνιο χαμόγελο που θα δραπέτευα και όρμηξα προς την πόρτα αλλά φευ!
Η πόρτα οδηγούσε σε περιφραγμένο χώρο, λες και υπήρχε φόβος να το σκάσουν τα γουρούνια που προοριζόταν για τους καπνιστές.
Ψάχνοντας από δω κι από κει, έμαθα πως για να οδηγηθώ στην έξοδο, έπρεπε να γυρίσω πίσω, να διασχίσω πάλι τα χιλιόμετρα από άλλον όμως δαιδαλώδη διάδρομο, όπου λειτουργούσε έκθεση διαφορετικών εμπορευμάτων του καταστήματος.
Τι να έκανα, χόρεψα όπως μου λάλησε η… αλυσίδα.
Μετά από άλλη μιάμιση ώρα βρέθηκα στην έξοδο…
Με το που πάτησα το πόδι μου σε… ελεύθερο έδαφος, πρώτον ορκίστηκα να πάψω να είμαι περίεργη, δεύτερον συγχάρηκα τον εαυτό μου που αντιστάθηκε στο ξόδεμα έστω και ενός Ευρώ, έτσι για να τους εκδικηθώ για την ταλαιπωρία και τρίτον προσπαθώ ακόμα να εντοπίσω τον σατανικό εγκέφαλο που συνέλαβε έναν τέτοιο πανούργο σχεδιασμό.
Μου πήρε ένα 24ωρο να συνέλθω και να πεισθώ πως δεν ήμουν ένα από τα θύματα του Μινώταυρου.
Τώρα είμαι σίγουρη πως ο Δαίδαλος έχασε το προνόμιο κατασκευής λαβύρινθου, από τους κατασκευαστές του σύγχρονου καταστήματος της μεγάλης αλυσίδας.
Και στις δύο περιπτώσεις πάντως υπήρχε κάποιος σκοπός.
Για τον σύγχρονο λαβύρινθο ένα είναι σίγουρο.
Κατασκευάστηκε στο όνομα του κέρδους με το δικαίωμα που δίνει η ευπιστία αλλά και η απληστία του σημερινού υπερκαταναλωτικού όντος που λέγεται… άνθρωπος…  


Πέμπτη, Οκτωβρίου 15, 2009

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σκοτώσεις


Δυνατές σουβλιές τρυπούσαν το κεφάλι της, το στομάχι της είχε ανέβει στο στόμα, τα πόδια της δεν την κρατούσαν, δεν μπορούσε να καταπιεί, να μιλήσει, να σκεφτεί. Τίποτε, όλα χάθηκαν.
Εκείνος που της υπόσχονταν αιώνια αγάπη και κείνη τον πίστευε, εκείνος που της έλεγε πως στα μάτια της έβλεπε τον παράδεισο, εκείνος που μαζί του πέρασε λατρεμένες στιγμές, εκείνος λάκισε ξαφνικά.
Έτσι ακριβώς ήταν, λάκισε! Αν και δεν γνωρίζω την ετυμολογία της λέξης, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως είναι η μόνη που ταιριάζει στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Έπαθε σοκ. Όταν μπορούσε να σκεφτεί αναρωτιόταν πώς μπόρεσε να της κάνει κάτι τέτοιο, ήταν αδιανόητο, παράλογο.
Σταμάτησε να δουλεύει, κλείστηκε σπίτι, έκλαιγε, κοιμόταν, ξυπνούσε, τίποτε! Δεν ξεθύμαινε με τίποτα.
Μέχρι εκείνο το σωτήριο βράδυ που αποκαμωμένη ξάπλωσε ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τα μάτια στο ταβάνι και ένιωσε την καρδιά της να φουντώνει από αγανάκτηση, η αγάπη έγινε μίσος, το μίσος έδωσε στο μυαλό της ανάποδες στροφές.
Όχι κύριε, δεν θα καθόταν να κλαίει βδομάδες για τον άπιστο. Αυτό έπρεπε να γίνει. Μόνον έτσι θα ησύχαζε από την ανάμνησή του.
Μόνο αν τον έβλεπε νεκρό!
Μήπως εκείνος δεν την άφησε νεκρή φεύγοντας;
Η σκέψη της προκάλεσε μια ευφορία που είχε βδομάδες να νιώσει Σηκώθηκε, έβαλε ποτό, άναψε τσιγάρο και κάθισε να το σκεφτεί.
Νεκρό, τον ήθελε νεκρό, αλλά πώς; Με ποιον τρόπο σκοτώνεις τους άπιστους;
Στο μυαλό της ερχόταν εικόνες από σκηνές δολοφονίας στα διάφορα θρίλερ που παρακολουθούσε μικρή μαζί με την αδελφή της κι ύστερα μάλωναν για το ποια μάντεψε σωστά το ακριβές σχέδιο.
Να τον έκλεινε στο μπαούλο και να τον πετούσε στη λίμνη, δεν υπήρχε λίμνη στην πόλη τους, υπήρχε όμως ποτάμι. Να του έδινε ραντεβού στο χασάπικο της γειτονιάς και να τον κλείδωνε στο ψυγείο πίσω από τα σφαχτά, πώς να έπειθε τον χασάπη να της δώσει τα κλειδιά; Να τον καλούσε στο εξοχικό της και να τον γκρέμιζε στη θάλασσα από τον πιο ψηλό βράχο, δεν υπήρχαν βράχια εκεί γύρω, αλλά ούτε εξοχικό είχε. Θυμήθηκε τα σχέδια δολοφονίας της Αγκάθα Κρίστι, ήταν λίγο περίπλοκα,
Καλύτερα να σκεφτόταν κάτι δικό της.
Ναι μωρέ, θα τον περίμενε στη γωνία μια παγωμένη νύχτα που θα γυρνούσε σπίτι του, θα τον πυροβολούσε εξ επαφής τρεις φορές για σιγουριά και...ναι, αλλά δεν είχε όπλο. Πού βρίσκεις αλήθεια ένα πιστόλι; Ας σχεδίαζε τις λεπτομέρειες και για το πιστόλι, κάτι θα σκεφτόταν. Θα ντυνόταν στα μαύρα για να χαθεί μέσα στη νύχτα, θα φορούσε σκούφο και μαύρα γυαλιά, και στρωτά παπούτσια για να τρέξει μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, Δεν άντεχε τη φυλακή.
Μήπως ήταν καλύτερα ν’ αναθέσει σε επαγγελματία δολοφόνο την εκτέλεσή του; Με ποιο τρόπο έρχεται σ’ επαφή κανείς μ’ αυτούς; Και αν την πρόδιδαν μετά οι άθλιοι; Είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη;
Μια μικρή δολιοφθορά στο αυτοκίνητό του ήταν ίσως το καλύτερο. Θα πήγαινε από αυτοκινητιστικό, η πιο αθώα δολοφονία. Θα μάθαινε τις λεπτομέρειες από τον δολοφόνο της Αγκάθα. Αρκεί να της έλεγε και από πού ανοίγει το καπό.
Μπορεί και να τον καλούσε σπίτι για καφέ, τάχα πως ήθελε να του μιλήσει για τελευταία φορά και να του έριχνε δηλητήριο, ή θα τον παρακαλούσε να της φτιάξει την πρίζα και στην κατάλληλη στιγμή θα άνοιγε τον κεντρικό διακόπτη. Σ’ αυτή την περίπτωση ήταν κάπως δύσκολο να ξεφορτωθεί το πτώμα.
Καλά, δεν υπήρχε βία, τώρα που πήρε την απόφαση θα εύρισκε και τον τρόπο.
Απόψε, για πρώτη φορά μετά από βδομάδες, ο ύπνος της ήταν ελαφρύς και τα όνειρα της ήρεμα και γλυκά.

Η εκκλησία δεν είχε κόσμο. Ο μακαρίτης είχε γνωστούς αλλά δεν είχε φίλους, ούτε κοινωνικές σχέσεις αρκετά δυνατές ώστε να διαθέσουν χρόνο για την κηδεία του.
Στην πρώτη σειρά οι στενοί συγγενείς και η πρώην με την οποία δεν είχε προλάβει να πάρει διαζύγιο, βαρυπενθούσα χήρα να κλαίει και να οδύρεται για τον θησαυρό που έχασε. Πέντε-έξη στεφάνια, στον αγαπημένο μας αδελφό και θείο, στον αγαπητό μας κουμπάρο και άλλα τέτοια.
Εκείνη ντύθηκε ήρεμα, τηλεφώνησε σε κάποιον φίλο να τη συνοδέψει και έφτασε στην εκκλησία αφού είχε αρχίσει η τελετή.
Στάθηκε πίσω. Γύρω της άκουγε ψιθυριστές απορίες. Μα πώς τόπαθε, βρε για δες μια χαρά άντρας, ψεύτρα ζωή, κοίτα παιδί μου αυτός που έλεγε πως θα μας θάψει όλους, αχ αχ, το σαράβαλο τη γυναίκα του περίμενε, αυτός πάει, όχι που νόμιζε πως θα της τάτρωγε, νάτην τώρα που θα φάει και τα δικά του.
Εκείνης της ερχόταν να λιποθυμήσει. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά τα μάτια της ήταν πρησμένα, άλλο αν μέσα της ένιωθε ικανοποίηση. Το πρώτο για όσα έζησαν μαζί, το δεύτερο για όσα της έκανε.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τέλειωσε. Ο κόσμος πήγε να χαιρετήσει και να συλλυπηθεί τη χαροκαμένη. Εκείνη πέρασε στο τέλος. Του έδωσε τον τελευταία ασπασμό και του ψιθύρισε. «Τελικά με παράτησες., τι κατάλαβες;» Εκείνος άσχημος, χλωμός, δεν της απάντησε τι είχε καταλάβει.
Απομακρύνθηκε χωρίς φυσικά να συλλυπηθεί τη χήρα. Η χήρα του ήταν η ίδια στην πραγματικότητα. Δεν έδωσε σημασία στις βρισιές που εκτόξευε η άλλη εναντίον της . «μπιπ, μπιπ… αντροχωρίστρα, μου τον έφαγες και τέτοια.» Βγήκε από την εκκλησία πολύ πιο ήρεμη από πριν.
Κανείς, ποτέ, δεν θα μάθαινε τον δολοφόνο!

Κυριακή πρωί. Η ζέστη είχε αρχίσει να την ταλαιπωρεί. Στριφογύριζε στο κρεβάτι της χωρίς ν’ αποφασίζει να σηκωθεί.
Την ανάγκασε να το κάνει το τηλέφωνο.
- Εμπρός....
- Τι κάνεις αγάπη μου! Εγώ είμαι...
Μιλούσε περιχαρής εκείνος που κάποτε αγαπούσε και λάκισε κι εκείνη περίμενε μέρες και βδομάδες να της τηλεφωνήσει χαμένη στην απελπισία της. Ποιος ξέρει τώρα πως τούρθε!!
Η φωνή του δεν της έλεγε τίποτε.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μια χαρά κούκλα ήταν! Τι δουλειά είχε αυτή με τους νεκρούς; Θυμήθηκε τα λόγια της θείας Σούλας όταν την κατηγορούσαν που ξαναπαντρεύτηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του άντρα της. «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους»
Επιστράτευσε τις υποκριτικές της ικανότητες που της είχαν μείνει από την εποχή του σχολείου, τότε που έπαιξε την κορυφαία στην «Ηλέκτρα» και είπε με λυγμό.
-Ωιμέ! Αναστήθηκες εσύ! Μια βδομάδα πριν σε κήδεψα. Ξέρεις τι φασαρία έκανα εγώ για το φόνο σου;
Άντε στον αγύριστο ξανά λοιπόν!


























.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2009

Ενοικιάζεται δωμάτιο για εργένη


              Η Σταυρίνα την είχε στήσει από το πρωί στο παράθυρο περιμένοντας την απέναντι τη φαρμακομύτα να βγει από το σπίτι να πάει στα τσακίδια, ή έστω στον μπακάλη για να κάνει τη δουλειά της. Με το μάτι αυτηνής καρφωμένο πάνω της η δουλειά δεν είχε ελπίδα να πάει καλά. Δεν πειράζει που θα έβλεπε μετά, αρκεί να μην ήταν εκεί τη συγκεκριμένη στιγμή.
              Η Σταυρίνα ήταν Σμυρνιά και ήξερε από τέτοια κι ας έλεγαν οι άλλοι ότι ήθελαν, τάχα πως ήταν προληπτική κι αλλοπαρμένη. Άμα ο άλλος σε καρφώσει με το μάτι ουαί κι αλλοίμονο και καλά να σε πιάσει το ξεμάτιασμα, αν όμως το μάτι του είναι πιο δυνατό, την έβαψες.
              Επί τέλους η απέναντι πήρε δρόμο και η Σταυρίνα βγήκε με την ησυχία της και κόλλησε τη λωρίδα με το «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» στον τοίχο, γραμμένο με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Την κόλλησε, τη σταύρωσε και έκανε ευχή να είναι η τελευταία.
              Είδε μάλιστα με τη φαντασία της τον ενοικιαστή να έρχεται. Νέος, ωραίος και ματσωμένος. Και κυρίως ελεύθερος!
              Χήρα γυναίκα η Σταυρίνα με δυο κόρες της παντρειάς, δηλαδή όχι ακριβώς. Είχαν περάσει λίγο την επιθυμητή ηλικία και άλλες στη θέση τους πάντρευαν τα παιδιά τους. Ας είναι. Η ζωή δεν είναι ίδια με όλους, πάρτην όπως έρχεται και δέξου όσα σου φέρνει.
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΔΩΜΑΤΙΟ ΓΙΑ ΕΡΓΕΝΗ», έγγραφε η λωρίδα και τα υπόλοιπα θα τα εύρισκαν κατ’ ιδίαν. Δηλαδή το δωμάτιο ήταν επιπλωμένο, είχε room service και αν ήταν όλοι τυχεροί και έξτρα περιποίηση.
               Ο προηγούμενος δεν τους βγήκε κατά τα ποθούμενα, πήγε και αρραβωνιάστηκε ένα μήνα μετά και το χειρότερο, ήταν πιστός στην αρραβωνιαστικιά. Τον ξαπόστειλαν λοιπόν πριν την ώρα του με τη δικαιολογία πως ερχόταν από τα ξένα ο αδελφός της Σταυρίνας και χρειαζόταν το δωμάτιο.
               Δυο κόρες λοιπόν η Σταυρίνα, χήρα γυναίκα από τα σαράντα της και την έφαγαν τα πλυσταριά και τα ξένα πατώματα για να τις αναστήσει, να κουτσοφτιάξει και ένα σπιτάκι να το έχουν προίκα. Ισόγειο, ένα με το δρόμο ήταν, με τρία δωμάτια. Μια σάλα όπου κοιμόταν η ίδια και δυο άλλα, το ένα για κρεβατοκάμαρα των κοριτσιών και το άλλο προς ενοικίασιν.
               Αυτό το «προς ενοικίασιν» μάλιστα ήταν στο πίσω μέρος με δικιά του είσοδο. Από τότε που μεγάλωσαν οι κόρες είχε σταματήσει το ξενοδούλεμα και δοξασμένο το όνομά Του, την σήμερον το είχαν φτιάξει το κομποδεματάκι τους. Συνεισέφεραν βέβαια και τα κορίτσια, είχαν τον τρόπο τους.
               Η Ζωζώ και η Ρορό ήταν αδελφές αγαπημένες και αγαπούσαν και τη μάνα τους. Για να λέμε του στραβού το δίκιο τρεις γυναίκες τόσο αγαπημένες, δεν είχε ακουστεί να υπάρχουν άλλες. Όλο και κάτι θα έχουν μάνα και κόρες για να τρώγονται. Αυτές ποτέ! Έλεγαν την αλφαβήτα από την αρχή μέχρι το τέλος μαζί και οι τρεις.
               Η Σταυρίνα κόλλησε το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ βέβαια γιατί είχε στο νου της τη Ρορό. Τη Ζωζώ την είχε αποκαταστήσει με τον ίδιο τρόπο πριν πέντε χρόνια, δόξα τω θεώ ανάγκη δεν είχε αυτή, την είχε σχεδόν σπιτωμένη ένας φρουτέμπορας με φουσκωμένο πορτοφόλι. Ήταν και πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τη Ρορό, θα ήταν αδικία να φροντίσει πρώτα για τη μικρή. Τώρα βέβαια, δεν την είχε ακριβώς σπιτωμένη, γιατί στο σπίτι του είχε τη γυναίκα του με την οποία όλο έλεγε ότι χωρίζει και το πήγαινε από μήνα σε μήνα με αποτέλεσμα να περάσουν κιόλας πέντε χρόνια, αλλά τα έξοδά της τα είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου και κουβαλούσε και στο δικό τους σπίτι ένα σωρό καλούδια.
               Πάντως εκείνη τη φορά το «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» έπιασε τόπο, γιατί ο εν λόγω μόλις μια βδομάδα πριν είχε μαλώσει με τη σύζυγο και έψαχνε κάπου να μείνει. Πολύ τις είχε βολέψει εκείνη η κατάσταση αφού ο ενοικιαστής είχε δυο ιδιότητες, εκτός από αυτή του ενοικιαστού που πλήρωνε και το νοίκι κανονικά, είχε και την άλλη του αγαπητικού της Ζωζώς, μόνο που η δεύτερη ιδιότητα δεν ήταν πιστοποιημένη ενώ η πρώτη έριχνε στάχτη στα μάτια του κόσμου.
                Βέβαια η Σταυρίνα, όταν ήρθε κι έδεσε το πράμα και σιγουρεύτηκε πως ο τύπος την είχε δαγκωμένη τη λαμαρίνα με τη Ζωζώ, σαν καλή μάνα που είχε και δεύτερη κόρη προς αποκατάστασιν, τον πήρε κατά μέρος και του είπε γλυκά-γλυκά πως ήταν καλύτερο για όλους να ξενοικιάσει το δωμάτιο, γιατί έτσι κι αλλιώς άνθρωπος του σπιτιού ήταν, η σάλα ήταν διαθέσιμη για το ζευγάρι, η ίδια θα μετακόμιζε στο δωμάτιο της Ρορός και δεν θα τους ενοχλούσε κανείς.
                Δέχτηκε μετά χαράς ο φρουτέμπορας αφού δεν έμενε και μόνιμα εκεί, μια επίσκεψη μέρα παρά μέρα έκανε για τις ανάγκες του.
                Τώρα βέβαια ήταν και λίγο παρακινδυνευμένο εκείνο, διότι κατά την απουσία του, η Ζωζώ και η Ρορό, όχι συχνά πότε-πότε μόνον, δεχόταν και άλλες επισκέψεις. Αλλά όλα πήγαν καλά και πρόβλημα ουδέν.
                Τα τακτοποίησε όλα λοιπόν η Σταυρίνα και αύξησε τις εισπράξεις της αφού είχε και το ενοίκιο και ένα γερό ρεγάλο από τον αγαπητικό που όσο να είναι ένιωθε πιο υποχρεωμένος.
                Λοιπόν, έκανε άριστα που φυλάχτηκε από το καρφωμένο μάτι της απέναντι της φαρμακομύτας, γιατί μόλις την επαύριο χτύπησε την πόρτα της ένας καλοσυμμαζεμένος, τύφλα νάχει ο της Ζωζώς. Αφού τον εξέτασε δεόντως, ήταν ελεύθερος προς γεροντοπαλίκαρο, αλλά και η Ρορό είχε κλείσει τα σαράντα, και είχε έρθει με μετάθεση καθότι δάσκαλος.
                Πέταξε από τη χαρά της η Σταυρίνα, η Ρορό φορούσε και γυαλιά και όταν έδενε το μαλλί σε κότσο μπορούσε κι εκείνη να περάσει για δασκάλα, του έδωσε το δωμάτιο και είπε στη μικρή να μη χάνει καιρό. Δεν είχε δηλαδή και η Ρορό καιρό για χάσιμο, άρχισε πρώτα με room service, πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό στο δίσκο, το δωμάτιο λαμπίκο καθημερινά, σιγά-σιγά προσπάθησε να περάσει και σε πιο έξτρα περιποιήσεις, πλην όμως δεν εύρισκε ανταπόκριση.
                 Πέρασε ένας μήνας, πέρασαν δυο, το ίδιο. Έκαναν συμβούλιο και οι τρεις μαζί, βρε μπας και είναι αυτό, μπας και είναι το άλλο, μήπως είναι… α πα, πα, μακριά από μας.
                 Τέτοια περίπτωση δεν τους είχε ξανατύχει εξόν από τον προηγούμενο που ήταν αρραβωνιασμένος, όλοι οι άλλοι στέκονταν στο ύψος τους και αν δεν είχαν περάσει από κει, καν και καν.
                 Συμπέρασμα δεν έβγαζαν, της Σταυρίνας δεν της χωρούσε το μυαλό πως τσάμπα είχε αποφύγει το μάτι της γρουσούζας της απέναντι, τα περιθώρια για τη Ρορό είχαν πολύ στενέψει, την έπιασε το πείσμα το Σμυρνιώτικο, σηκώθηκε και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.
«Βρε δεν πα να είναι ότι θέλει. Αυτός δεν φεύγει από δω μέσα, δάσκαλος πράμα και θα τον αφήσουμε; Ότι και να γίνει, το μηνιάτικο και αν θέλει ο θεός αργότερα και η σύνταξη, θα μείνουν. Θα του βάλουμε κουλούρα ο κόσμος να χαλάσει»
                 Κάθεται λοιπόν και καταστρώνει σχέδιο. Δίνει εντολή στη Ρορό να ρίξει δυο-τρία-τέσσερα χαπάκια από κείνα που έπαιρνε η ίδια για την πίεση και τα νεύρα της και της τα είχε δώσει ο γιατρός, στη σούπα του βραδινού.
                 Τρώει τη σούπα ο δάσκαλος, πίνει και ένα ποτήρι κρασί και αποκοιμιέται όπως ήταν με τα ρούχα. Τον αρπάζει η Σταυρίνα τον γδύνει τσιτσίδι και διατάζει Ζωζώ και Ρορό να γδυθούν κι εκείνες και να ξαπλώσουν δίπλα του μια από δω και μια από κει σε στάσεις που έβαζαν σε μεγάλες υποψίες όποιον τους έβλεπε.
                  Ετοιμάζει τη φωτογραφική μηχανή που τους είχε κάνει δώρο ο αδελφός της όταν γύρισε από τη Γερμανία και κλικ- κλικ τραβάει ένα φιλμ ολόκληρο σε διάφορες και ποικίλες πόζες.
                  Μήνας δεν πρόλαβε να κλείσει από κείνη την επεισοδιακή νύχτα, ο δάσκαλος στεφανώθηκε τη Ρορό με δόξα και τιμή.
                  Τις φωτογραφίες τις καταχώνιασε η Σταυρίνα καλού κακού μην τυχόν και του έρθει κάποια στιγμή να τη χωρίσει.
                  Τώρα ησύχασε το κεφάλι της για τα καλά, άλλο δωμάτιο δεν έχει «προς ενοικίασιν» ούτε άλλη κόρη «προς αποκατάστασιν».

Τα λερωμένα χέρια και η μουντζούρα στο κούτελο

               Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο χωριό μου μια οικογένεια. Πατέρας, μάνα και δυο παιδιά.
               Ο πατέρας δούλευε στο χωράφι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ζήσει την οικογένεια.και πότε μάζευε το στάρι, πότε φύτευε λάχανα και κρεμμύδια
               Η μάνα καθόταν και δεν είχε καμία όρεξη για δουλειά. Της άρεσε μόνο να βολτάρει από δω κι από κει, να συναντά ανθρώπους και να πιάνει την κουβέντα..
               Μια μέρα η μάνα συνάντησε δυο πλούσιος ανθρώπους με καθαρά χέρια και όμορφα ρούχα που φαινόταν πως δεν είχαν κάνει ποτέ τη δουλειά του άντρα της. Ζήλεψε, γιατί και η ίδια ήθελε να έχει έναν άντρα με μια καθαρή και φανταχτερή δουλειά.
               Έτσι λοιπόν από το ίδιο βράδυ στο τραπέζι, αρχίζει και πιπιλάει το μυαλό του άντρα της.
             -Ax άντρα μου, είσαι έξυπνος και σε θαυμάζω, λέει πρώτα
               Ο άντρας κολακεύτηκε και χαμογέλασε.
              -Άντρα μου τι όμορφος που είσαι!
               Ο άντρας κοκκίνισε και σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει τη γυναίκα του.
              -Άντρα μου, είσαι διαφορετικός από τους άλλους του χωριού. Εσένα δεν σου πρέπει να κουράζεσαι όλη μέρα στα χωράφια.
               Ο άντρας αναστέναξε.
              -Άντρα μου, συνεχίζει, εσένα σου πρέπει μια δουλειά που να μην λερώνεις τα όμορφα χέρια σου. Μια δουλειά ας πούμε που να κάθεσαι σε ένα γραφείο και να δίνεις διαταγές.
              -Τι λες βρε γυναίκα, μίλησε τώρα ο άντρας, πώς θα κάθομαι σε ένα γραφείο αφού γράμματα δεν ξέρω.
              -Μη σε νοιάζει, ξέρω εγώ τι θα κάνω, από αύριο αλλάζουμε ζωή. Θα λέμε ότι δουλεύεις σε γραφείο και στο χωράφι δεν θα ξαναπάς.
              -Και πώς θα ζήσουμε βρε άμυαλη, τι θα τρώμε;
              -Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα κοροϊδεύουμε τον κόσμο και θα βγάζουμε πολλά λεφτά.
             -Δεν γίνονται αυτά βρε γυναίκα, τι θα πει να κοροϊδεύω τον κόσμο, απατεώνας θα γίνω; Βγάλτο από το μυαλό σου και άσε με να πάω στο χωραφάκι μας να κάνω αυτό που ξέρω.
             -Αυτό αποκλείεται, φωνάζει η γυναίκα, εγώ άντρα με λερωμένα χέρια δεν θέλω. Αν δεν κάνεις αυτό που λέω, γυρνάω στη μάνα μου.
             -Βρε θα μας κλείσουν φυλακή άμα γίνουμε απατεώνες.
             -Μη σε νοιάζει, θα το κάνω έτσι εγώ που κανείς δεν θα καταλάβει τίποτε και όλοι θα νομίζουν ότι σε διόρισαν υπουργό. Μόνο που πρέπει να πάμε να μείνουμε στην πόλη που δεν μας ξέρει κανείς.
              Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα φεύγουν από το χωριό, η μάνα αγοράζει μοντέρνα ρούχα για τον άντρα της, τον κάνει αγνώριστο και φωνάζει τα παιδιά της.
            -Από σήμερα όταν σας ρωτούν τι δουλειά κάνει ο πατέρας σας, θα λέτε πως είναι υπουργός.
            -Γιατί να λέμε έτσι, αφού δεν είναι.
            -Θα λέτε έτσι για να νομίζει ο κόσμος ότι είμαστε από αρχοντική γενιά και να μας σέβεται.
             Την άλλη μέρα το μεσημέρι γυρίζουν τα παιδιά από το σχολείο και λένε στη μάνα.
            -Μας ρώτησε ο δάσκαλος τι δουλειά κάνει ο πατέρας και είπαμε πως είναι υπουργός και μετά μας ρώτησε τι δουλειά κάνει η μάνα μας.
            -Ωραία, τρίβει τα χέρια η μάνα, αύριο να πείτε πως η μάνα σας είναι διευθύντρια στο υπουργείο του πατέρα σας.
             Το άλλο μεσημέρι λένε τα παιδιά.
            -Μας ρώτησε ο διευθυντής του σχολείου τι δουλειά κάνει ο παππούς μας.
            -Πολύ καλά, ξανατρίβει τα χέρια η μάνα, από αύριο θα λέτε πως ο παππούς σας είναι δικαστής.
             Πέρασε μια βδομάδα και ένα πρωί φάνηκε στο σπίτι ένας άντρας φτωχικά ντυμένος που κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι.
           -Καλημέρα κυρία υπουργίνα, λέει με σεβασμό, εσείς που είστε αξιοσέβαστοι άνθρωποι, βοηθείστε και μας τους άμοιρους. Ήρθα να ζητήσω μια χάρη. Να, σου έφερε και λίγα καλούδια από το χωριό.
             Η γυναίκα ρίχνει μια ματιά στο καλάθι, γεμάτο μέχρι πάνω και ακούει τη χάρη που ήθελε ο ανθρωπάκος.
           -Πολύ ευχαρίστως να σας βοηθήσουμε, μιλάει ευγενικά, μόνο που θα χρειαστούν και λίγα χρήματα για να πληρώσουμε τον κατάλληλο άνθρωπο.
           -Λίγα έχω, πάρτα αν είναι να γίνει η δουλειά, λέει ο ανθρωπάκος..
            Την άλλη μέρα φάνηκε άλλος άνθρωπος και από τότε συχνά-πυκνά στο σπίτι έφταναν πολλοί που είχαν ανάγκη και ζητούσαν διάφορες χάρες. Κανένας δεν ερχόταν με άδεια χέρια και όλοι άφηναν καλούδια και χρήματα.
            Στο μεταξύ, οι πλούσιοι της πόλης που έμαθαν πως είχαν κοντά τους μια αξιοσέβαστη φαμίλια, άρχισαν να τους καλούν στις γιορτές και τα τραπέζια και η γυναίκα ήταν πολύ περήφανη για τα κατορθώματά της.
            Ο άντρας που έβλεπε πως μια χαρά βολευόταν και έτσι η κατάσταση καθόταν όλη μέρα και άφηνε εκείνη να κάνει κουμάντο.
             Πέρασε λίγος καιρός με την οικογένεια να περνάει ζωή και κότα και μια μέρα, το νέο έφτασε στ’ αυτιά του αληθινού υπουργού και του αληθινού δικαστή.
           «Βρε, εδώ απατεώνες μας μυρίζονται», είπαν και πιάστηκαν να ξεδιαλύνουν την κατάσταση. Ντύθηκαν και οι δυο με φτωχικά ρούχα και πήγαν στο σπίτι του δήθεν υπουργού.
             Εκεί που ζητούσαν από την υπουργίνα τις χάρες που τάχα ήθελαν, φώναξαν τους χωροφύλακες που περίμεναν απ’ έξω, έδεσαν τους απατεώνες και τους έριξαν στην φυλακή. Οι γείτονες που μυρίστηκαν φασαρία, μαζεύτηκαν για να κάνουν χάζι και άκουσαν τον άντρα να μουρμουρίζει.
            -Βρε τι έπαθα ο άμοιρος, φοβήθηκα τα λερωμένα χέρια που τα ξέπλενα με νερό και καθάριζαν, τώρα πώς να ξεπλύνω το κούτελό μου από τη στάμπα του απατεώνα;

Κυριακή, Οκτωβρίου 11, 2009

Κατόπιν εορτής και... Κυριακής (των εκλογών)


          Τώρα που πέρασε κι αυτή η ευτυχώς σύντομη προεκλογική φιέστα και κάθισε ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του – τρόπος του λέγειν και προς το παρόν – ο πειρασμός με καταλαμβάνει σαν τα κακά δαιμόνια και με προτρέπει να σκεφτώ φωναχτά ή μάλλον ν’ αραδιάσω τις σκέψεις μου, σε τούτη δω την τοποθεσία.
          Καλά, όλοι έχουμε γευτεί τις σκηνές αλλοφροσύνης που εκτυλίσσονται προεκλογικά με τα έπεα πτερόεντα των πολιτικών που δεν συναντούν ώτα ακούοντα, αλλά προσκρούουν σε ιαχές και σάλπιγγες, προμήνυμα επερχόμενης πολεμικής σύρραξης ή στην καλύτερη περιγραφική εκδοχή, αναμέτρησης φανατισμένων οπαδών (χούλιγκανς, μόνστερς και λοιπά) ποδοσφαιρικών ομάδων.
          Υπάρχει και χειρότερο. Το χειρότερο είναι πως μετεκλογικά αρχίζει η καταμέτρηση των… θυμάτων.
          Τόσοι οι κερδισμένοι, τόσοι οι χαμένοι και τόσοι οι πικραμένοι, όπερ μεταφραστικά στην παραπάνω παράγραφο και με τη λογική κάποιων, τόσοι ζωντανοί, τόσοι νεκροί και τόσοι τραυματίες.
          Όχι, δεν είναι υπερβολές, αυτό το νόημα συλλαμβάνει ο δικός μου εγκέφαλος όταν ακούω τις συνήθεις φράσεις από πολιτικούς που εσύ κι εγώ στείλαμε να εκπροσωπήσουν τη χώρα, την αξιοπρέπειά μας, την εργασία, τα παιδιά μας, τη ζωή μας, εντός και εκτός Ελλάδας.
          Τι άλλο θα μπορούσαν να σημαίνουν λοιπόν λόγια όπως, “ο λαός του τάδε κόμματος νιώθει απογοητευμένος, προδομένος, ταπεινωμένος από τη βαριά ήττα. Ο λαός του δείνα αισθάνεται υπερήφανος για τη νίκη και ο άλλος λαός νιώθει παραγκωνισμένος και τα λοιπά και τα λοιπά.”…
          Ώστε έτσι λοιπόν! Ζητήσατε την άδειά μας να δρέψετε δάφνες και να εγκατασταθείτε στη Βουλή για να δουλέψει ο καθένας για τον λαό του;
          Ο κάθε ένας από σας έχει τον δικό του λαό, σα να λέμε τη δική του φυλή ιθαγενών που ως φύλαρχοι έχετε ταχθεί να προστατέψετε από τα δηλητηριώδη βέλη των άλλων λαών και φυλάρχων;
         Μα κύριοι, κάτι είναι μπερδεμένο στο μυαλό σας, ίσως και στο μυαλό του… λαού σας, δεν αποκλείεται…
         Εμείς που θεωρούμε αυτονόητο ότι ως πολίτες αυτής της χώρας, δεν ανήκουμε σε φυλές και δεν είμαστε υπήκοοι φυλάρχων, αναφωνούμε…

Και ο λαός της Ελλάδας, πού είναι λοιπόν;
Εκπροσωπείται και προστατεύεται από ΚΑΠΟΙΟΝ χωρίς την ιδιότητα του φυλάρχου, έστω και παρεμπιπτόντως;