Τότε, στο ψαράδικο του Παναγιωτάκη η Μαντάμ Σουσού ζούσε ονειροπολώντας.
Μένει στον Βύθουλα με τους λασπωμένους δρόμους (στην Ακαδημία Πλάτωνος, γιατί ο καημένος ο μπαμπάς ήθελε να ξεθάψει τους αρχαίους),
Η στρωμένη στο πάτωμα κουρελού (μπουχάρα), είναι του παππού, του τη χάρισε ο χαλίφης της Μπουχάρας
-Σιλάνς Παναγιωτάκη. Οι πτωχοκόμοι έχουν ανάγκη από ρούχα.
-Πεινάς πτωχούλη… εμείς φάγαμε αρνάκι καπαμά…
-Μαρί, έφαγες το αστακουδάκι;
-Ποιο αστακουδάκι καλέ κυρία, ρύζι είχαμε.
- Σιλάνς ανόητη, εσύ θα λες αστακουδάκι.
Πλένεται στη σκάφη (παίρνει το μπάνιο της), περιπλανιέται στο κοντινό πάρκο, (φεύγει για απογευματινό προμενάντ καλεσμένη σε πλούσιες γειτονιές), τρώει το πρωί τσάι και ψωμί, (παίρνει το πρωϊνό ντεζενέ με αυγά ποσέ και μπέικον), πίνει γκαζόζα, (παίρνει το απρέ μιντί απεριτίφ της με γαλλικό κουαντρώ).
Αφήνει τον Βύθουλα το καλοκαίρι για ξεκαλοκαιριό σε σκηνή στην Πάρνηθα, (της πρέπουν διακοπές στην Πορταριά ή στην Κηφισιά στο αρχοντικό φίλου).
- Πρέπει να γίνεις πλούσιος. Πώς; Να πας στην τράπεζα να πάρεις λεφτά πτωχούλη μου.
- Αλέ βουάρ μεσιέ
Ήρθε η κληρονομιά, έζησε το όνειρο και πήρε την εκδίκησή της με τη “βοήθεια” του αριστοκράτη Καντακουζηνού.
Η Μαντάμ Σουσού έζησε το ψέμα του ονείρου, αλλά ξέχασε να ονειρεύεται..
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κ@@@@ς που εκείνη δεν διέθετε.
Ο αριστοκράτης Καντακουζηνός απεδείχθη κοινός απατεώνας.
Τη Μαντάμ Σουσού την περίμενε στη γωνία η ντεκαντάνς.
Τότε ξαναθυμήθηκε τον Παναγιωτάκη, το ψαράδικο, τον Βύθουλα.
Την αγαπούσαν, τους αγαπούσε, ήταν δικοί της, ήταν δικιά τους…
Όλοι εμείς εδώ, μια σύγχρονη Μαντάμ Σουσού...
Αχ και να είχαμε έναν Παναγιωτάκη...