Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2011

Ο κυρίαρχος λαός...








Στη δημοκρατία λέει, κυρίαρχος είναι ο λαός...
Κατάλαβα πως κυρίαρχος είμαι εγώ...




Ύστερα κατάλαβα πως στη δική μου δημοκρατία, κυρίαρχος είναι ο ύπνος του λαού...




και το αγαπημένο ρητό της κοινωνίας μου, η ως άνω παροιμία...




Μετά υπέθεσα πως στην πιο πάνω εικόνα εμφανίζεται η φάτσα μου...




Κατόπιν φοβήθηκα πως έπαθα το παραπάνω ατύχημα...


Ότι και να συμβαίνει θα συνεχίσω να ψάχνω  μέσα μου τον κυρίαρχο λαό...
τον κυρίαρχο Εμένα...





Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2011

H Mαντάμ Σουσού κάτι μου θυμίζει...






Τότε, στο ψαράδικο του Παναγιωτάκη η Μαντάμ Σουσού ζούσε ονειροπολώντας.
Μένει στον Βύθουλα με τους λασπωμένους δρόμους  (στην Ακαδημία Πλάτωνος, γιατί ο καημένος ο μπαμπάς ήθελε να ξεθάψει τους αρχαίους),
Η στρωμένη στο πάτωμα κουρελού (μπουχάρα), είναι του παππού, του τη χάρισε ο χαλίφης της Μπουχάρας           
                 -Σιλάνς Παναγιωτάκη. Οι πτωχοκόμοι έχουν ανάγκη από ρούχα.
                 -Πεινάς πτωχούλη… εμείς φάγαμε αρνάκι καπαμά…
       -Μαρί, έφαγες το αστακουδάκι;
                  -Ποιο αστακουδάκι καλέ κυρία, ρύζι είχαμε.          
                 - Σιλάνς ανόητη, εσύ θα λες αστακουδάκι.
Πλένεται στη σκάφη (παίρνει το μπάνιο της), περιπλανιέται στο κοντινό πάρκο, (φεύγει για απογευματινό προμενάντ καλεσμένη σε πλούσιες γειτονιές), τρώει το πρωί τσάι και ψωμί, (παίρνει το πρωϊνό ντεζενέ με αυγά ποσέ και μπέικον), πίνει γκαζόζα, (παίρνει το απρέ μιντί απεριτίφ της με γαλλικό κουαντρώ).
Αφήνει τον Βύθουλα το καλοκαίρι για ξεκαλοκαιριό σε σκηνή στην Πάρνηθα, (της πρέπουν διακοπές στην Πορταριά ή στην Κηφισιά στο αρχοντικό φίλου).
-          Πρέπει να γίνεις πλούσιος. Πώς; Να πας στην τράπεζα να πάρεις λεφτά πτωχούλη μου.
-          Αλέ βουάρ μεσιέ
Ήρθε η κληρονομιά, έζησε το όνειρο και πήρε την εκδίκησή της με τη “βοήθεια” του αριστοκράτη Καντακουζηνού.  


Η Μαντάμ Σουσού έζησε το ψέμα του ονείρου, αλλά ξέχασε να ονειρεύεται..
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κ@@@@ς που εκείνη δεν διέθετε.
Ο αριστοκράτης Καντακουζηνός απεδείχθη κοινός απατεώνας.


Τη Μαντάμ Σουσού την περίμενε στη γωνία η ντεκαντάνς.
Τότε ξαναθυμήθηκε τον Παναγιωτάκη, το ψαράδικο, τον Βύθουλα.
Την αγαπούσαν, τους αγαπούσε, ήταν δικοί της, ήταν δικιά τους…
Όλοι εμείς εδώ, μια σύγχρονη Μαντάμ Σουσού...
Αχ και να είχαμε έναν Παναγιωτάκη...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

Μια φωτοτυπία και μια χρεοκοπία...






... Θεούλη μου καλέ, φύλαγε τη μαμά μου τον μπαμπά μου, τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τ’ αδελφάκια και όλα τα παιδάκια.
Σε παρακαλώ θεούλη μου στείλε στον μπαμπά ότι σου ζητάει για να έχω το κεφαλάκι μου ήσυχο, γιατί βαρέθηκα να τους ακούω να μαλώνουν για κάτι που δεν καταλαβαίνω.
Ο μπαμπάς και ο παππούς ζητάνε μια χρεοκοπία και ο μπαμπάς λέει πως εσύ του έστειλες κάτι βρικόλακες για να τον τιμωρήσεις που απατάει τη μαμά και η μαμά λέει πως έστειλες κάτι καλούς κυρίους για να τη σώσεις που κάνει καλές πράξεις και έχει στο κεφάλι της τον μπαμπά και όλο του το σόι, αλλά εγώ πιστεύω τον μπαμπά και ο παππούς λέει πως όταν στον βάλτο μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια και ο μπαμπάς λέει πως εσύ φταις που μαζί με τους βρικόλακες του έστειλες και τα βουβάλια και δείχνει στη μαμά κάτι βουβαλίσια κεφάλια που βγαίνουν στην τηλεόραση και κάθε μέρα φωνάζει και παρακαλάει να του στείλεις μια χρεοκοπία να πάει στα κομμάτια και δεν θέλει να τον σώσουν οι βρικόλακες, προτιμάει να τον σώσει μια και καλή, η χρεοκοπία που θα στείλεις εσύ.
Γι’ αυτό θεούλη μου κι εγώ σε παρακαλώ, μη μου στέλνεις ποδήλατο, γιατί ο μπαμπάς λέει πως αν μου στείλεις ποδήλατο οι βρικόλακες θα μας πάρουν το σπίτι, γι' αυτό στείλε μου μόνο μια φωτοτυπία να πάω σχολείο μου να ησυχάσω, στείλε και στον μπαμπά μου μια χρεοκοπία, γιατί αλλιώς λέει οι βρικόλακες θα του πιουν το αίμα και έχει και αναιμία.






ΥΓ. Θεούλη μου σου στέλνω και αυτές τις φωτογραφίες για να δεις τους βρικόλακες και τα βουβάλια που λένε ο μπαμπάς και ο παππούς.
Αμήν...


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2011

Λόλα, έλα Λόλα...




                                                              
λά λά λά.                                                                  λά λά όλα.

Λά λά, Λόλα.
Λόλα, έλα Λόλα.

Νά ή Έλλη. 
Έλα Έλλη.

Έλλη νά ένα μήλο.
Λόλα νά ένα άλλο.

Μήλα, Μίμη.
Έλα, Μίμη, έλα.
                                                              
Έλα, μήλα, μέλι.



Έλα πεταλουδίτσα μου,
έλα νά σέ τσακώσω,
δέν θά σου τσαλακώσω
καθόλου τά φτερά.

Θά σέ ταίζω ζάχαρη.
θά σού'χω γιά σπιτάκι
μεταξωτό κουτάκι,
θά ζήσης μιά χαρά...

(Αφιερωμένο σε όσους νοσταλγικά θυμούνται και στα παιδιά με την ευχή, το μέλλον τους μην πέσει σε χέρια βάνδαλων)