Σάββατο, Οκτωβρίου 24, 2009

Τότε που στη γειτονιά μας είχαμε μαγαζάκια




 Στα πέντε μου χρόνια είχα καταφέρει να γίνω το παιδί για τα θελήματα της γειτονιάς. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου οι φράσεις της μάνας μου και όχι μόνον.
“Αννούλα, τρέχα στον μπακάλη να μου πάρεις ένα αλάτι”.
“Αννούλα, έλα κοριτσάκι μου, τρέξε μέχρι τον μπακάλη είμαι με το νυχτικό, μισό κιλό ζάχαρη να του πεις, μισό κιλό φασόλια και μία ρέγγα για την κυρά Φρόσω και να τα γράψει”.
“Αννούλα, θα πας στον μανάβη κι εγώ θα σου δώκω σοκολατάκι, θα μου πάρεις μισό κιλό λεμόνια και ένα λαχανάκι, από τα καλά να του πεις, για τη Σούλα να πεις, θα τα θυμηθείς;” 
Εγώ ένιωθα πολύ περήφανη που ήμουν το μόνο παιδί στη γειτονιά που τα κατάφερνε στον άθλο των αγορών και επιπροσθέτως τσίμπαγα πότε σοκολατάκι και πότε καραμελίτσες.
Το μπακάλικο του κυρ Βαγγέλη που ήταν στη γωνία, τρία σπίτια πιο κάτω από το δικό μου και απέναντι από την εκκλησία μας, φάνταζε στα μάτια μου σαν τον Διεθνή Οίκο του Εμπορίου που θα λέγαμε σήμερα.
Στεκόμουν και θαύμαζα τον απίστευτο πλούτο των εμπορευμάτων, δηλαδή τα σακιά με αλεύρι, φασόλια, φακές και ρύζια, στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, άσπρα σαν τις βάρκες στο λιμάνι, τις νταμιτζάνες με κρασί και τσίπουρο, όλα προϊόντα της περιοχής μας, αλίπαστα και αγνά, μαζεμένα και ζυμωμένα από τους ανθρώπους του χωριού και του μόχθου. τις ρέγγες και τις λακέρδες, τις ελιές, το τουρσί, τα τυριά, δηλαδή τη φέτα και το κασέρι.
 Όσο ο κυρ Βαγγέλης, γέμιζε τις χάρτινες σακούλες, ζύγιζε και τις έδενε με λεπτό σκοινί για να μην ανοίξουν, το δικό μου το βλέμμα πετούσε στα ζαχαρωτά και στα λουκούμια και μου έτρεχαν τα σάλια για τις τόσες λιχουδιές που λίγοι τυχεροί είχαν το προνόμιο να δοκιμάζουν.
Στο μπακάλικο, το μανάβικο, στον φούρνο, είχα και τις κοινωνικές μου επαφές  με τους μαγαζάτορες και τις γειτόνισσες.
Αργότερα στη γειτονιά μου άνοιξε το μαγαζάκι του ο μαραγκός ο κυρ Αριστείδης.
 Η γειτονιά κρατούσε σειρά για να επισκευάσει ή να φτιάξει ντουλάπια κουζίνας, καινούργιες τραπεζαρίες και ό,τι μικρό ή μεγάλο έπιπλο έλειπε από το σπίτι.
 Ύστερα άνοιξε γαλακτοπωλείο, μετά μαγαζί με είδη προικός, σεντόνια, πετσέτες και τα λοιπά.
Με όλους είχαμε φιλικές ή απλά καλές σχέσεις, λέγαμε την καλημέρα και την κουβεντούλα μας, μπαίναμε στα μαγαζάκια τους τα ισόγεια και ήσυχα, μας εμπιστεύονταν, το ίδιο κι εμείς και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια….
Και ήρθαν τα τωρινά.
Ένα προς ένα τα ισόγεια μαγαζάκια έκλεισαν, άνοιξαν αλυσίδες σούπερ μάρκετ με άγνωστους και απρόσωπους ταμίες, όπου ο καθένας ψωνίζει και φεύγει όπως μπήκε, σιωπηλός και μόνος, άνοιξαν πολυκαταστήματα οι διεθνείς φίρμες που διαθέτουν καφέ και εστιατόρια και ορόφους με περιττά εμπορεύματα που μας έμαθαν να τα θεωρούμε απαραίτητα, το βερεσέ έγινε πλαστικό δανεικό τραπεζικό χρήμα που βολεύει γιατί ψωνίζουμε ασύστολα χωρίς να έχουμε μία και μετά τρέχουμε στα ειδικά ριάλιτυ να τα συμμαζέψουμε, περιμένουμε στις ουρές των ταμείων και θέλουμε ώρες από τον άχρηστο όπως αποδεικνύεται χρόνο μας για ν’ αγοράσουμε δυο απορρυπαντικά.
Σε ένα από αυτά τα τέρατα βρέθηκα προ ημερών, σε ένα κρύο χαώδες παραγκοκατασκεύασμα μεγάλης εμπορικής αλυσίδας με κάποιες εκατοντάδες άλλους ταλαίπωρους που μπήκα στις έξη και χάθηκα στο δαιδαλώδες περιβάλλον.
Παράθυρο και φρέσκος αέρας πουθενά, ο δρόμος της επιστροφής λες και είχε εξαφανιστεί, εκεί μέσα έτσι και κάνεις το λάθος να περάσεις την είσοδο, καλό είναι να θεωρήσεις τον εαυτό σου εξ αρχής εγκλωβισμένο, αν όχι φυλακισμένο, για να μην έχεις την ψευδαίσθηση, όπως εγώ, πως μπορείς να δραπετεύσεις όποτε σου κάνει κέφι.
Όχι αγαπητοί μου. Το πανούργο μάρκετινγκ έχει μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο θα εκβιάσει τη θέληση του υποψήφιου αγοραστή και θα οδηγήσει το χέρι του στην τσέπη. Στην προκειμένη περίπτωση υποχρεωτικά θα περάσεις από όλα, μα όλα τα προς πώλησιν είδη, θες δε θες.
Με έπιασε μια κλειστοφοβία, φαντάσου είπα να πιάσει φωτιά εδώ μέσα, αναζήτησα μια έξοδο, να βγω στην αυλή βρε αδερφέ να πάρω μια ανάσα.
Ανακάλυψα δυο-τρεις πόρτες κι εκεί που έσπευδα με ανακούφιση να τις ανοίξω, έπεφτα πάνω σε ταμπέλα. “Προσοχή-έξοδος κινδύνου-λειτουργεί συναγερμός”. Απομακρύνθηκα με τρόμο μην τυχόν κι αρχίσουν να σφυρίζουν οι σειρήνες. Περπάτησα αρκετά χιλιόμετρα σε κείνο το μπουντρούμι αναγκαστικά, ακολουθώντας τις ταμπέλες, πήγαινα όπου με πήγαιναν, στο δρόμο μου ξεφύτρωναν σαλόνια, κρεβατοκάμαρες και παιδικά δωμάτια, κουζίνες και μπάνια, χρήσιμα και άχρηστα μικρά και μεγάλα αντικείμενα.
Δεν μ’ ενδιέφερε τίποτε από αυτά, από περιέργεια πήγα κι εγώ να δω με τα μάτια μου αυτό το κατάστημα-πολιτεία που μου είχαν περιγράψει ως το όγδοο θαύμα.
Καλά να πάθεις, έλεγα στον εαυτό μου και αναζήτησα τουλάχιστο το εστιατόριο να πιω έναν καφέ που είχαν πρηστεί τα πόδια μου, είχα περπατήσει ήδη μιάμιση ώρα. Όταν το βρήκα στο τέλος του χάους, μου ξέφυγε ένα ουφ, καθώς διέκρινα και μια πολυπόθητη πόρτα που ανοιγόκλεινε και σκέφτηκα πως επί τέλους βρήκα την έξοδο και το δρόμο προς την ελευθερία.
Ήπια τον καφέ μου με σαρδόνιο χαμόγελο που θα δραπέτευα και όρμηξα προς την πόρτα αλλά φευ!
Η πόρτα οδηγούσε σε περιφραγμένο χώρο, λες και υπήρχε φόβος να το σκάσουν τα γουρούνια που προοριζόταν για τους καπνιστές.
Ψάχνοντας από δω κι από κει, έμαθα πως για να οδηγηθώ στην έξοδο, έπρεπε να γυρίσω πίσω, να διασχίσω πάλι τα χιλιόμετρα από άλλον όμως δαιδαλώδη διάδρομο, όπου λειτουργούσε έκθεση διαφορετικών εμπορευμάτων του καταστήματος.
Τι να έκανα, χόρεψα όπως μου λάλησε η… αλυσίδα.
Μετά από άλλη μιάμιση ώρα βρέθηκα στην έξοδο…
Με το που πάτησα το πόδι μου σε… ελεύθερο έδαφος, πρώτον ορκίστηκα να πάψω να είμαι περίεργη, δεύτερον συγχάρηκα τον εαυτό μου που αντιστάθηκε στο ξόδεμα έστω και ενός Ευρώ, έτσι για να τους εκδικηθώ για την ταλαιπωρία και τρίτον προσπαθώ ακόμα να εντοπίσω τον σατανικό εγκέφαλο που συνέλαβε έναν τέτοιο πανούργο σχεδιασμό.
Μου πήρε ένα 24ωρο να συνέλθω και να πεισθώ πως δεν ήμουν ένα από τα θύματα του Μινώταυρου.
Τώρα είμαι σίγουρη πως ο Δαίδαλος έχασε το προνόμιο κατασκευής λαβύρινθου, από τους κατασκευαστές του σύγχρονου καταστήματος της μεγάλης αλυσίδας.
Και στις δύο περιπτώσεις πάντως υπήρχε κάποιος σκοπός.
Για τον σύγχρονο λαβύρινθο ένα είναι σίγουρο.
Κατασκευάστηκε στο όνομα του κέρδους με το δικαίωμα που δίνει η ευπιστία αλλά και η απληστία του σημερινού υπερκαταναλωτικού όντος που λέγεται… άνθρωπος…  


2 σχόλια:

o βασιλιάς του δάσους είπε...

Όσο τα ‘’έλεγες’’.
Όλα διάβαιναν καλός,
Μα όταν στο τέλος διάβασα την λέξη :’’άνθρωπος’’ πάλη με πιασαν τα διαβούλια, της θλίψης μου…
¨) έλιωσες το αλάτι της ψυχής σου στο νερό μου… ο Όλυμπος αδελφούλα.. άλλων αέρα από τους ανθρώπους κουβαλά..
Σου χαρίζω ένα από τα παραμύθια μου.. αν θέλεις.. ποιές το νερό του.

http://toneraideniodasos2.blogspot.com/

Σε ευχαριστώ για την όμορφη εξομολόγηση σου,, είσαι σπάνιος άνθρωπος.

Φανή είπε...

Αλατακι μου εγω οσες φορες υποχρεωθηκα να παω σ αυτη στη φρικη την εβγαζα στο "καφε" και αφηνα στους αλλους την ταλαιπωρια. Βλεπεις υποφερω και γω απο "κλειστοφοβια" και μια γενικη απεχθεια γι αυτα τα αμερικανικου τυπου εμπορικα. Αχ ποσες φορες αναπολω τον Ερωτοκριτο το μικρο μπακαλικακι της γειτονιας μου!!!