Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2009

Ενοικιάζεται δωμάτιο για εργένη


              Η Σταυρίνα την είχε στήσει από το πρωί στο παράθυρο περιμένοντας την απέναντι τη φαρμακομύτα να βγει από το σπίτι να πάει στα τσακίδια, ή έστω στον μπακάλη για να κάνει τη δουλειά της. Με το μάτι αυτηνής καρφωμένο πάνω της η δουλειά δεν είχε ελπίδα να πάει καλά. Δεν πειράζει που θα έβλεπε μετά, αρκεί να μην ήταν εκεί τη συγκεκριμένη στιγμή.
              Η Σταυρίνα ήταν Σμυρνιά και ήξερε από τέτοια κι ας έλεγαν οι άλλοι ότι ήθελαν, τάχα πως ήταν προληπτική κι αλλοπαρμένη. Άμα ο άλλος σε καρφώσει με το μάτι ουαί κι αλλοίμονο και καλά να σε πιάσει το ξεμάτιασμα, αν όμως το μάτι του είναι πιο δυνατό, την έβαψες.
              Επί τέλους η απέναντι πήρε δρόμο και η Σταυρίνα βγήκε με την ησυχία της και κόλλησε τη λωρίδα με το «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» στον τοίχο, γραμμένο με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Την κόλλησε, τη σταύρωσε και έκανε ευχή να είναι η τελευταία.
              Είδε μάλιστα με τη φαντασία της τον ενοικιαστή να έρχεται. Νέος, ωραίος και ματσωμένος. Και κυρίως ελεύθερος!
              Χήρα γυναίκα η Σταυρίνα με δυο κόρες της παντρειάς, δηλαδή όχι ακριβώς. Είχαν περάσει λίγο την επιθυμητή ηλικία και άλλες στη θέση τους πάντρευαν τα παιδιά τους. Ας είναι. Η ζωή δεν είναι ίδια με όλους, πάρτην όπως έρχεται και δέξου όσα σου φέρνει.
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΔΩΜΑΤΙΟ ΓΙΑ ΕΡΓΕΝΗ», έγγραφε η λωρίδα και τα υπόλοιπα θα τα εύρισκαν κατ’ ιδίαν. Δηλαδή το δωμάτιο ήταν επιπλωμένο, είχε room service και αν ήταν όλοι τυχεροί και έξτρα περιποίηση.
               Ο προηγούμενος δεν τους βγήκε κατά τα ποθούμενα, πήγε και αρραβωνιάστηκε ένα μήνα μετά και το χειρότερο, ήταν πιστός στην αρραβωνιαστικιά. Τον ξαπόστειλαν λοιπόν πριν την ώρα του με τη δικαιολογία πως ερχόταν από τα ξένα ο αδελφός της Σταυρίνας και χρειαζόταν το δωμάτιο.
               Δυο κόρες λοιπόν η Σταυρίνα, χήρα γυναίκα από τα σαράντα της και την έφαγαν τα πλυσταριά και τα ξένα πατώματα για να τις αναστήσει, να κουτσοφτιάξει και ένα σπιτάκι να το έχουν προίκα. Ισόγειο, ένα με το δρόμο ήταν, με τρία δωμάτια. Μια σάλα όπου κοιμόταν η ίδια και δυο άλλα, το ένα για κρεβατοκάμαρα των κοριτσιών και το άλλο προς ενοικίασιν.
               Αυτό το «προς ενοικίασιν» μάλιστα ήταν στο πίσω μέρος με δικιά του είσοδο. Από τότε που μεγάλωσαν οι κόρες είχε σταματήσει το ξενοδούλεμα και δοξασμένο το όνομά Του, την σήμερον το είχαν φτιάξει το κομποδεματάκι τους. Συνεισέφεραν βέβαια και τα κορίτσια, είχαν τον τρόπο τους.
               Η Ζωζώ και η Ρορό ήταν αδελφές αγαπημένες και αγαπούσαν και τη μάνα τους. Για να λέμε του στραβού το δίκιο τρεις γυναίκες τόσο αγαπημένες, δεν είχε ακουστεί να υπάρχουν άλλες. Όλο και κάτι θα έχουν μάνα και κόρες για να τρώγονται. Αυτές ποτέ! Έλεγαν την αλφαβήτα από την αρχή μέχρι το τέλος μαζί και οι τρεις.
               Η Σταυρίνα κόλλησε το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ βέβαια γιατί είχε στο νου της τη Ρορό. Τη Ζωζώ την είχε αποκαταστήσει με τον ίδιο τρόπο πριν πέντε χρόνια, δόξα τω θεώ ανάγκη δεν είχε αυτή, την είχε σχεδόν σπιτωμένη ένας φρουτέμπορας με φουσκωμένο πορτοφόλι. Ήταν και πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τη Ρορό, θα ήταν αδικία να φροντίσει πρώτα για τη μικρή. Τώρα βέβαια, δεν την είχε ακριβώς σπιτωμένη, γιατί στο σπίτι του είχε τη γυναίκα του με την οποία όλο έλεγε ότι χωρίζει και το πήγαινε από μήνα σε μήνα με αποτέλεσμα να περάσουν κιόλας πέντε χρόνια, αλλά τα έξοδά της τα είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου και κουβαλούσε και στο δικό τους σπίτι ένα σωρό καλούδια.
               Πάντως εκείνη τη φορά το «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» έπιασε τόπο, γιατί ο εν λόγω μόλις μια βδομάδα πριν είχε μαλώσει με τη σύζυγο και έψαχνε κάπου να μείνει. Πολύ τις είχε βολέψει εκείνη η κατάσταση αφού ο ενοικιαστής είχε δυο ιδιότητες, εκτός από αυτή του ενοικιαστού που πλήρωνε και το νοίκι κανονικά, είχε και την άλλη του αγαπητικού της Ζωζώς, μόνο που η δεύτερη ιδιότητα δεν ήταν πιστοποιημένη ενώ η πρώτη έριχνε στάχτη στα μάτια του κόσμου.
                Βέβαια η Σταυρίνα, όταν ήρθε κι έδεσε το πράμα και σιγουρεύτηκε πως ο τύπος την είχε δαγκωμένη τη λαμαρίνα με τη Ζωζώ, σαν καλή μάνα που είχε και δεύτερη κόρη προς αποκατάστασιν, τον πήρε κατά μέρος και του είπε γλυκά-γλυκά πως ήταν καλύτερο για όλους να ξενοικιάσει το δωμάτιο, γιατί έτσι κι αλλιώς άνθρωπος του σπιτιού ήταν, η σάλα ήταν διαθέσιμη για το ζευγάρι, η ίδια θα μετακόμιζε στο δωμάτιο της Ρορός και δεν θα τους ενοχλούσε κανείς.
                Δέχτηκε μετά χαράς ο φρουτέμπορας αφού δεν έμενε και μόνιμα εκεί, μια επίσκεψη μέρα παρά μέρα έκανε για τις ανάγκες του.
                Τώρα βέβαια ήταν και λίγο παρακινδυνευμένο εκείνο, διότι κατά την απουσία του, η Ζωζώ και η Ρορό, όχι συχνά πότε-πότε μόνον, δεχόταν και άλλες επισκέψεις. Αλλά όλα πήγαν καλά και πρόβλημα ουδέν.
                Τα τακτοποίησε όλα λοιπόν η Σταυρίνα και αύξησε τις εισπράξεις της αφού είχε και το ενοίκιο και ένα γερό ρεγάλο από τον αγαπητικό που όσο να είναι ένιωθε πιο υποχρεωμένος.
                Λοιπόν, έκανε άριστα που φυλάχτηκε από το καρφωμένο μάτι της απέναντι της φαρμακομύτας, γιατί μόλις την επαύριο χτύπησε την πόρτα της ένας καλοσυμμαζεμένος, τύφλα νάχει ο της Ζωζώς. Αφού τον εξέτασε δεόντως, ήταν ελεύθερος προς γεροντοπαλίκαρο, αλλά και η Ρορό είχε κλείσει τα σαράντα, και είχε έρθει με μετάθεση καθότι δάσκαλος.
                Πέταξε από τη χαρά της η Σταυρίνα, η Ρορό φορούσε και γυαλιά και όταν έδενε το μαλλί σε κότσο μπορούσε κι εκείνη να περάσει για δασκάλα, του έδωσε το δωμάτιο και είπε στη μικρή να μη χάνει καιρό. Δεν είχε δηλαδή και η Ρορό καιρό για χάσιμο, άρχισε πρώτα με room service, πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό στο δίσκο, το δωμάτιο λαμπίκο καθημερινά, σιγά-σιγά προσπάθησε να περάσει και σε πιο έξτρα περιποιήσεις, πλην όμως δεν εύρισκε ανταπόκριση.
                 Πέρασε ένας μήνας, πέρασαν δυο, το ίδιο. Έκαναν συμβούλιο και οι τρεις μαζί, βρε μπας και είναι αυτό, μπας και είναι το άλλο, μήπως είναι… α πα, πα, μακριά από μας.
                 Τέτοια περίπτωση δεν τους είχε ξανατύχει εξόν από τον προηγούμενο που ήταν αρραβωνιασμένος, όλοι οι άλλοι στέκονταν στο ύψος τους και αν δεν είχαν περάσει από κει, καν και καν.
                 Συμπέρασμα δεν έβγαζαν, της Σταυρίνας δεν της χωρούσε το μυαλό πως τσάμπα είχε αποφύγει το μάτι της γρουσούζας της απέναντι, τα περιθώρια για τη Ρορό είχαν πολύ στενέψει, την έπιασε το πείσμα το Σμυρνιώτικο, σηκώθηκε και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.
«Βρε δεν πα να είναι ότι θέλει. Αυτός δεν φεύγει από δω μέσα, δάσκαλος πράμα και θα τον αφήσουμε; Ότι και να γίνει, το μηνιάτικο και αν θέλει ο θεός αργότερα και η σύνταξη, θα μείνουν. Θα του βάλουμε κουλούρα ο κόσμος να χαλάσει»
                 Κάθεται λοιπόν και καταστρώνει σχέδιο. Δίνει εντολή στη Ρορό να ρίξει δυο-τρία-τέσσερα χαπάκια από κείνα που έπαιρνε η ίδια για την πίεση και τα νεύρα της και της τα είχε δώσει ο γιατρός, στη σούπα του βραδινού.
                 Τρώει τη σούπα ο δάσκαλος, πίνει και ένα ποτήρι κρασί και αποκοιμιέται όπως ήταν με τα ρούχα. Τον αρπάζει η Σταυρίνα τον γδύνει τσιτσίδι και διατάζει Ζωζώ και Ρορό να γδυθούν κι εκείνες και να ξαπλώσουν δίπλα του μια από δω και μια από κει σε στάσεις που έβαζαν σε μεγάλες υποψίες όποιον τους έβλεπε.
                  Ετοιμάζει τη φωτογραφική μηχανή που τους είχε κάνει δώρο ο αδελφός της όταν γύρισε από τη Γερμανία και κλικ- κλικ τραβάει ένα φιλμ ολόκληρο σε διάφορες και ποικίλες πόζες.
                  Μήνας δεν πρόλαβε να κλείσει από κείνη την επεισοδιακή νύχτα, ο δάσκαλος στεφανώθηκε τη Ρορό με δόξα και τιμή.
                  Τις φωτογραφίες τις καταχώνιασε η Σταυρίνα καλού κακού μην τυχόν και του έρθει κάποια στιγμή να τη χωρίσει.
                  Τώρα ησύχασε το κεφάλι της για τα καλά, άλλο δωμάτιο δεν έχει «προς ενοικίασιν» ούτε άλλη κόρη «προς αποκατάστασιν».

Δεν υπάρχουν σχόλια: