Πέμπτη, Οκτωβρίου 15, 2009

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σκοτώσεις


Δυνατές σουβλιές τρυπούσαν το κεφάλι της, το στομάχι της είχε ανέβει στο στόμα, τα πόδια της δεν την κρατούσαν, δεν μπορούσε να καταπιεί, να μιλήσει, να σκεφτεί. Τίποτε, όλα χάθηκαν.
Εκείνος που της υπόσχονταν αιώνια αγάπη και κείνη τον πίστευε, εκείνος που της έλεγε πως στα μάτια της έβλεπε τον παράδεισο, εκείνος που μαζί του πέρασε λατρεμένες στιγμές, εκείνος λάκισε ξαφνικά.
Έτσι ακριβώς ήταν, λάκισε! Αν και δεν γνωρίζω την ετυμολογία της λέξης, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως είναι η μόνη που ταιριάζει στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Έπαθε σοκ. Όταν μπορούσε να σκεφτεί αναρωτιόταν πώς μπόρεσε να της κάνει κάτι τέτοιο, ήταν αδιανόητο, παράλογο.
Σταμάτησε να δουλεύει, κλείστηκε σπίτι, έκλαιγε, κοιμόταν, ξυπνούσε, τίποτε! Δεν ξεθύμαινε με τίποτα.
Μέχρι εκείνο το σωτήριο βράδυ που αποκαμωμένη ξάπλωσε ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τα μάτια στο ταβάνι και ένιωσε την καρδιά της να φουντώνει από αγανάκτηση, η αγάπη έγινε μίσος, το μίσος έδωσε στο μυαλό της ανάποδες στροφές.
Όχι κύριε, δεν θα καθόταν να κλαίει βδομάδες για τον άπιστο. Αυτό έπρεπε να γίνει. Μόνον έτσι θα ησύχαζε από την ανάμνησή του.
Μόνο αν τον έβλεπε νεκρό!
Μήπως εκείνος δεν την άφησε νεκρή φεύγοντας;
Η σκέψη της προκάλεσε μια ευφορία που είχε βδομάδες να νιώσει Σηκώθηκε, έβαλε ποτό, άναψε τσιγάρο και κάθισε να το σκεφτεί.
Νεκρό, τον ήθελε νεκρό, αλλά πώς; Με ποιον τρόπο σκοτώνεις τους άπιστους;
Στο μυαλό της ερχόταν εικόνες από σκηνές δολοφονίας στα διάφορα θρίλερ που παρακολουθούσε μικρή μαζί με την αδελφή της κι ύστερα μάλωναν για το ποια μάντεψε σωστά το ακριβές σχέδιο.
Να τον έκλεινε στο μπαούλο και να τον πετούσε στη λίμνη, δεν υπήρχε λίμνη στην πόλη τους, υπήρχε όμως ποτάμι. Να του έδινε ραντεβού στο χασάπικο της γειτονιάς και να τον κλείδωνε στο ψυγείο πίσω από τα σφαχτά, πώς να έπειθε τον χασάπη να της δώσει τα κλειδιά; Να τον καλούσε στο εξοχικό της και να τον γκρέμιζε στη θάλασσα από τον πιο ψηλό βράχο, δεν υπήρχαν βράχια εκεί γύρω, αλλά ούτε εξοχικό είχε. Θυμήθηκε τα σχέδια δολοφονίας της Αγκάθα Κρίστι, ήταν λίγο περίπλοκα,
Καλύτερα να σκεφτόταν κάτι δικό της.
Ναι μωρέ, θα τον περίμενε στη γωνία μια παγωμένη νύχτα που θα γυρνούσε σπίτι του, θα τον πυροβολούσε εξ επαφής τρεις φορές για σιγουριά και...ναι, αλλά δεν είχε όπλο. Πού βρίσκεις αλήθεια ένα πιστόλι; Ας σχεδίαζε τις λεπτομέρειες και για το πιστόλι, κάτι θα σκεφτόταν. Θα ντυνόταν στα μαύρα για να χαθεί μέσα στη νύχτα, θα φορούσε σκούφο και μαύρα γυαλιά, και στρωτά παπούτσια για να τρέξει μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, Δεν άντεχε τη φυλακή.
Μήπως ήταν καλύτερα ν’ αναθέσει σε επαγγελματία δολοφόνο την εκτέλεσή του; Με ποιο τρόπο έρχεται σ’ επαφή κανείς μ’ αυτούς; Και αν την πρόδιδαν μετά οι άθλιοι; Είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη;
Μια μικρή δολιοφθορά στο αυτοκίνητό του ήταν ίσως το καλύτερο. Θα πήγαινε από αυτοκινητιστικό, η πιο αθώα δολοφονία. Θα μάθαινε τις λεπτομέρειες από τον δολοφόνο της Αγκάθα. Αρκεί να της έλεγε και από πού ανοίγει το καπό.
Μπορεί και να τον καλούσε σπίτι για καφέ, τάχα πως ήθελε να του μιλήσει για τελευταία φορά και να του έριχνε δηλητήριο, ή θα τον παρακαλούσε να της φτιάξει την πρίζα και στην κατάλληλη στιγμή θα άνοιγε τον κεντρικό διακόπτη. Σ’ αυτή την περίπτωση ήταν κάπως δύσκολο να ξεφορτωθεί το πτώμα.
Καλά, δεν υπήρχε βία, τώρα που πήρε την απόφαση θα εύρισκε και τον τρόπο.
Απόψε, για πρώτη φορά μετά από βδομάδες, ο ύπνος της ήταν ελαφρύς και τα όνειρα της ήρεμα και γλυκά.

Η εκκλησία δεν είχε κόσμο. Ο μακαρίτης είχε γνωστούς αλλά δεν είχε φίλους, ούτε κοινωνικές σχέσεις αρκετά δυνατές ώστε να διαθέσουν χρόνο για την κηδεία του.
Στην πρώτη σειρά οι στενοί συγγενείς και η πρώην με την οποία δεν είχε προλάβει να πάρει διαζύγιο, βαρυπενθούσα χήρα να κλαίει και να οδύρεται για τον θησαυρό που έχασε. Πέντε-έξη στεφάνια, στον αγαπημένο μας αδελφό και θείο, στον αγαπητό μας κουμπάρο και άλλα τέτοια.
Εκείνη ντύθηκε ήρεμα, τηλεφώνησε σε κάποιον φίλο να τη συνοδέψει και έφτασε στην εκκλησία αφού είχε αρχίσει η τελετή.
Στάθηκε πίσω. Γύρω της άκουγε ψιθυριστές απορίες. Μα πώς τόπαθε, βρε για δες μια χαρά άντρας, ψεύτρα ζωή, κοίτα παιδί μου αυτός που έλεγε πως θα μας θάψει όλους, αχ αχ, το σαράβαλο τη γυναίκα του περίμενε, αυτός πάει, όχι που νόμιζε πως θα της τάτρωγε, νάτην τώρα που θα φάει και τα δικά του.
Εκείνης της ερχόταν να λιποθυμήσει. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά τα μάτια της ήταν πρησμένα, άλλο αν μέσα της ένιωθε ικανοποίηση. Το πρώτο για όσα έζησαν μαζί, το δεύτερο για όσα της έκανε.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τέλειωσε. Ο κόσμος πήγε να χαιρετήσει και να συλλυπηθεί τη χαροκαμένη. Εκείνη πέρασε στο τέλος. Του έδωσε τον τελευταία ασπασμό και του ψιθύρισε. «Τελικά με παράτησες., τι κατάλαβες;» Εκείνος άσχημος, χλωμός, δεν της απάντησε τι είχε καταλάβει.
Απομακρύνθηκε χωρίς φυσικά να συλλυπηθεί τη χήρα. Η χήρα του ήταν η ίδια στην πραγματικότητα. Δεν έδωσε σημασία στις βρισιές που εκτόξευε η άλλη εναντίον της . «μπιπ, μπιπ… αντροχωρίστρα, μου τον έφαγες και τέτοια.» Βγήκε από την εκκλησία πολύ πιο ήρεμη από πριν.
Κανείς, ποτέ, δεν θα μάθαινε τον δολοφόνο!

Κυριακή πρωί. Η ζέστη είχε αρχίσει να την ταλαιπωρεί. Στριφογύριζε στο κρεβάτι της χωρίς ν’ αποφασίζει να σηκωθεί.
Την ανάγκασε να το κάνει το τηλέφωνο.
- Εμπρός....
- Τι κάνεις αγάπη μου! Εγώ είμαι...
Μιλούσε περιχαρής εκείνος που κάποτε αγαπούσε και λάκισε κι εκείνη περίμενε μέρες και βδομάδες να της τηλεφωνήσει χαμένη στην απελπισία της. Ποιος ξέρει τώρα πως τούρθε!!
Η φωνή του δεν της έλεγε τίποτε.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μια χαρά κούκλα ήταν! Τι δουλειά είχε αυτή με τους νεκρούς; Θυμήθηκε τα λόγια της θείας Σούλας όταν την κατηγορούσαν που ξαναπαντρεύτηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του άντρα της. «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους»
Επιστράτευσε τις υποκριτικές της ικανότητες που της είχαν μείνει από την εποχή του σχολείου, τότε που έπαιξε την κορυφαία στην «Ηλέκτρα» και είπε με λυγμό.
-Ωιμέ! Αναστήθηκες εσύ! Μια βδομάδα πριν σε κήδεψα. Ξέρεις τι φασαρία έκανα εγώ για το φόνο σου;
Άντε στον αγύριστο ξανά λοιπόν!


























.

Δεν υπάρχουν σχόλια: