Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Στη μέση του δρόμου... με τα κόκκινα μήλα


                 Στη μέση του μεγάλου δρόμου στη νησίδα στεκόταν.
                 Γύρω στα ογδόντα ήταν, αδύνατος και σκυφτός, στηριγμένος με το αριστερό του χέρι στην κολώνα φωτισμού.
Στο δεξί του κρατούσε μια άσπρη πλαστική σακούλα με τέσσερα-πέντε κόκκινα μήλα.
                 Περίμενε να γίνει το απέναντι φανάρι πράσινο για να διασχίσει το επόμενο μισό του δρόμου.
                 Δίπλα του δυο ακόμα νεαρά άτομα.
                 Στον απέναντι κάθετο που τα φανάρια είναι έτσι ρυθμισμένα ώστε να περνούν αυτοκίνητα και πεζοί από τις δύο απέναντι πλευρές, ένα κατακόκκινο Fiat με τη μουσική να ξεσχίζει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να σπάσει προφανώς την πλήξη του οδηγού, περίμενε κι εκείνο να πρασινίσει το φανάρι.
                 Το φανάρι έδειξε το πράσινο ανθρωπάκι, ο ηλικιωμένος ακούμπησε το πόδι του στο οδόστρωμα, κοίταξε απέναντι και δεξιά, βεβαιώθηκε πως ήταν ελεύθερο από οχήματα και συνέχισε να περπατά προς το απέναντι πεζοδρόμιο, μαζί του και οι άλλοι δυο.
                 Κι εκεί που κανείς δεν το περίμενε, ο οδηγός του θορυβώδους κατακόκκινου όρμηξε με τις ρόδες να στριγγλίζουν από το μαρσάρισμα, ξαφνικά και απροειδοποίητα δεξιά, δίχως ν’ ανάψει το φλας κατεύθυνσης.
                 Τα δύο νεαρά άτομα, έτρεξαν μπροστά και γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια.
                 Τα πόδια του γεράκου αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν, ίσως και το ταλαιπωρημένο από τα χρόνια και τις κακουχίες μυαλό του, κοκάλωσε στη μέση του δρόμου, μετατράπηκε σε ένα κουβάρι και πετάχτηκε σα να ήταν τόπι ξεφούσκωτο δέκα μέτρα μακριά.
                 Τα κόκκινα μήλα σκορπίστηκαν βιαστικά στη μέση του δρόμου, ώσπου σοκαρισμένα κατέληξαν στις άκρες των πεζοδρομίων, εκτός από ένα που σαν για συμπαράσταση κύλησε και στάθηκε δίπλα στο χτυπημένο ανθρώπινο κορμί.
                 Το ανατριχιαστικό φρενάρισμα ακούστηκε μεταχρονισμένα και ο πανικός που ακολούθησε έδειξε για άλλη μια φορά τα κατορθώματα της ανθρώπινης αδιαφορίας και ανευθυνότητας
                 Εκείνο το μεσημέρι η γειτόνισσά μου η κυρά Ματίνα, περίμενε για μισή ώρα ακόμα τον κυρ Βαγγέλη της, τον άντρα που έζησε μαζί του πενήντα τρία χρόνια, να γυρίσει από το καφενείο.
                 Έκοβε σαλάτα και δόξαζε το θεό που τους άφησε να γεράσουν μαζί, να δουν τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν, ν’ απολαμβάνουν τα ηλιόλουστα πρωϊνά στο πάρκο, να χαίρονται με τα παιδιά τους τις μεγάλες γιορτές κι ας ήταν μακριά
                 Ύστερα ανησύχησε και βγήκε να τον ψάξει, την ώρα της μεσημεριανής επιστροφής την τηρούσε ευλαβικά ο κυρ Βαγγέλης.
                  Μία και μισή ακριβώς έβαζαν τραπέζι.
                  Ποιός να της το πει; Πώς να της το πει;

4 σχόλια:

AATON είπε...

Πικρή ιστορία, πολύ πικρή και πολύς κόσμος την έζησε είτε ο ίδιος είτε με πρόσωπα στο στενό του περιβάλλον.
Η ανεγκεφαλιά κάποιων καταντά εγκληματική καθημερινά, και δεν φαίνεται να έχει σταματημό.

Ανώνυμος είπε...

Θλιβερή ιστορία, κι όπως καταλαβαίνω είναι αληθινή...
Τί να πει κανείς!
Είναι λυπηρό, οδυνηρό και ταυτόχρονα σε γεμίζει νεύρα κι αισθήματα αρνητικά για τον "οδηγό" που ο Θεός να τον κάνει ευσυνείδητο.
Καλό μήνα

Λυγερή Βασιλείου είπε...

Οι ιστορίες που γράφει αυτεπάγγελτα η ζωή είναι συγκλονιστικές μέσα από το
"σύνηθες παρόν" που δίνουν στην καθημερινότητα , αλλά και με την απλότητα που καταγράφουν
"τα μοιραία κι ανθρώπινα"

Πολύ ενδιαφέρουσα η σελίδα σου.
http://pygemos.blogspot.com
http//ligery.pblogs.gr
http://lygeri.pblogs.gr

to alataki είπε...

Ευχαριστώ Λυγερή μου, και η δική σου το ίδιο