Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009

Αξιότιμοι γείτονες... (Α πα, πα μέσα στη γκρίνια είναι πάλι αυτή καλέ...)


                Αξιότιμοι γείτονες λέω,
                Πρώτον να καλωσορίσω στη γειτονιά όσους έχουν εγκατασταθεί πρόσφατα, δηλαδή τι πρόσφατα, τα τελευταία είκοσι χρόνια κι ακόμα το βιολί βιολάκι τους και να πω δυο λόγια για να πάρετε μια ιδέα σε τι είδους γειτονιά έχετε μετακομίσει.
                Η γειτονιά μας πουλάκια μου, εκείνον τον άγιο καιρό είχε μονοκατοικίες κουκλίστικες, ασβεστωμένες ή βαμμένες στα χρώματα του ουράνιου τόξου με καταπράσινες αυλές από τις γλάστρες, τα γιασεμιά και τις τριανταφυλλιές, δέντρα υψώνονταν για ίσκιο, από συκιές μέχρι ελιές, τα πεζοδρόμια με δέντρα στη σειρά κι αυτά, πλένονταν με καθαρό νεράκι κάθε απόγευμα για ν’ απολαμβάνουν οι γείτονες τα δειλινά, καθισμένοι στα σκαμνάκια και τα σκαλοπάτια τους.
                 Σε κάθε τετράγωνο στήνονταν παρέες, με καφέ και γλυκό του κουταλιού που κερνούσε η μια γειτόνισσα στην άλλη και σαν τελείωναν με τα δικά τους, πετάγονταν μέχρι το επόμενο τετράγωνο για να διευρύνουν τις κοινωνικές επαφές.
                 Οι ατμοί των φαγητών πετούσαν στον αέρα και άφηναν τις οσμές τους, τόσο όσο χρειαζόταν για να δηλώσουν στους γείτονες το μεσημεριανό τραπέζι.
                 Οι σχέσεις των γειτόνων ήταν αγαπησιάρικες και το πολύ-πολύ να κουτσομπόλευε η μια νοικοκυρά τη μπουγάδα της άλλης.
                 Πρέπει να μάθετε όμως πως ότι και να γινόταν, σε περίπτωση ανάγκης συνέτρεχαν οι πάντες και κανείς δεν ένιωθε μόνος κι έρημος.
                 Ο δρόμος μας έλαμπε από καθαριότητα, και αν αραιά και που εμφανιζόταν οδοκαθαριστής, οι νοικοκυρές το θεωρούσαν προσβολή, τι δουλειά είχε ξένος άνθρωπος με τα δικά τους τα σκουπίδια.
                 Το Πάσχα γύριζαν όλοι μαζί τ’ αρνιά στις αυλές, ακόμα και στα πεζοδρόμια και όλες μαζί σιδέρωναν τα προικιά του κοριτσιού που ετοιμάζονταν για γάμο.
Διαρρήκτες; Τι είναι αυτό; Και πες πως βρίσκονταν κανένας, που να τολμήσει και που να κρυφτεί;

                  Αχρείαστα να είναι τα κλειδιά, έλεγε η γιαγιά μου γιατί αν ο κόσμος φτάσει να κλειδώνει το σπίτι του, πάει, θα μας κάψει ο θεός!
                  “… και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες ωργισμένοι…” και καλά γκρεμοτσακίσαμε τα λουσμένα στο φως σπιτάκια μας και χτίσαμε εκείνα τα κάθετα σπιρτόκουτα και απαγορεύσαμε στον ήλιο να μας ενοχλεί και μαζευτήκαμε από εκατό χωριά χωριάτες στο ίδιο σπίτι.
                  Από κει και πέρα βρε καλοί μου γείτονες, τι έχουν τα κουλά μας και δεν μπορούν ν’ ανοίξουν τον κάδο να σαβουρντίσουν έστω τα σκουπίδια μας;
                  Τόσο πολύ αγαπάμε τ’ αποφάγια και τα χαρτιά υγείας και τ αφήνουμε να καμαρώνουν στα πεζοδρόμια, μπροστά στα μάτια και κάτω από τη μύτη του όποιου δυστυχούς;
                  Γιατί δηλαδή αναγκάζουμε τον κάθε κατακαημένο μπορεί δεν μπορεί, να χοροπηδάει σαν κατσαρίδα που μύρισε εντομοκτόνο για να μην πατήσει τα σ…α μας;
                  Και δεν μου λέτε; Πόσο μεγαλοπιαστήκαμε πια και αποκηρύξαμε τη σκούπα που μια χαρά εξαφανίζει τα λαδωμένα από τις τυρόπιττες χαρτιά στο πεζοδρόμιό μας και τις πλαστικές σακούλες και απαιτούμε από τον Δήμο μόνο να τηρεί το “διατηρείτε την πόλη καθαρή” που γράφουν και οι κάδοι;
                  Αμ το άλλο; Τους ατμούς και τις οσμές της κουζίνας δεν τις διαλύει ο αέρας πια, από πού να περάσει κι αυτός, παρά μου τα στέλνουν οι αποροφητήρες στην κρεβατοκάμαρα, το σαλόνι και γενικώς στη μούρη μου.
Καλά, εδώ φταίει άλλος…

                  Και τώρα που πήρα φόρα, τα παρτεράκια που μάλωσα με τον μηχανικό για να τα φτιάξει στον κενό χώρο μπροστά στην πολυκατοικία μας και τα φύτεψα με λογής τριανταφυλλιές γιατί μου τα ρημάζετε που να σας μπουν τριάντα αγκάθια όπως εκείνη την ωραία στο παραμύθι και να ξυπνήσετε μετά από τριάντα χρόνια;
                  Τουλάχιστον ν’ αφήνατε τα δεντράκια που φυτέψαμε στο πεζοδρόμιο να μεγαλώσουν και να μην τα παίρνατε σβάρνα με το παρκάρισμα.
Αλλά θα σας ξεφουσκώσω εγώ τα λάστιχα καμιά μέρα να μάθετε…
                  Βρε χρυσή μου κυρά Μαρίκα (τρόπος του λέγειν δηλαδή) τόσες φορές σου είπαμε να μην τινάζεις τα χαλιά σου όταν βλέπεις τη φουκαριάρα τη μικρομάνα με τα τρία μωρά ν’ απλώνει τα ρουχαλάκια τους.
Δεν θα σου φύγει όμως μια φορά από τα χέρια; Είμαι πιο σβέλτη από σένα, θα σου τα κόψω τα κρόσια…
                  Καλά, εσένα που βάζεις τα σκυλοτράγουδα στη διαπασών και τραντάζονται τα τζάμια και μας λες ότι δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας που να σου σπάσει το στερεοφωνικό, ξέρω τι θα σε κάνω. Θα πάρεις πόδι μόλις λήξει το συμβόλαιο…
                  Ρε συ φίλε από τον έβδομο, αφού με βλέπεις που έρχομαι πίσω σου, γιατί παίρνεις φόρα και μου κλείνεις την πόρτα του ασανσέρ στα μούτρα, πότε να περιμένω ν’ ανεβεί, να κατεβεί, να πάω κι εγώ στον τέταρτο που έχω φορτωθεί και σαν το ζωντανό;
Τώρα θα μου πεις καλύτερα, γιατί ποιος ξέρει πόσο παστουρμά έφαγες πάλι…
                  Μωρ’ συ με το κορακί μαλλί βάλε λιγότερο πατσουλί, είναι ανάγκη να παίρνουμε μυρωδιά πότε μπαίνεις, πότε βγαίνεις;
                  Με σένα την από πάνω μου να δω πώς θα ξεμπλέξω. Χριστιανή μου, τι κάνεις όλη μέρα, η περιέργεια θα με φάει.
Γιατί μόλις πάει δώδεκα, την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα ξεσηκώνεσαι και τραβολογάς τους καναπέδες και τα τραπέζια, κυνηγητό παίζεις μαζί τους;
Άσε με να κοιμηθώ κομματάκι που βλέπω εφιάλτες ότι μούρχονται οι καρέκλες σου στο κεφάλι…
                  Ας μη μιλήσουμε για ανθρώπινο ενδιαφέρον γιατί θα γίνω έξαλλη. Ακούμε τη γυναίκα να φωνάζει βοήθεια που τρώει ξύλο και δεν ορμάμε όλοι μαζί να κόψουμε τα ξερά του τζάμπα μάγκα. Καλέ παρεμπιπτόντως, τι έγιναν οι άντρες;
                  Δεν είναι δική μας δουλειά θα μου πείτε, μήπως τουλάχιστον είναι δική μας η δουλειά να ψελλίζουμε μια καλημέρα στο γείτονα;
                  Το λέω γιατί μας βλέπω στα μουγκά να μπαίνουμε στα κουφά να βγαίνουμε, ακόμα και από το διπλανό διαμέρισμα
                  Κι εσύ μωρή σουρτούκω κάνε λίγο τη δύσκολη, τι μου κουβαλάς όλη την Τετάρτη Μεραρχία;
                  Και πού είστε; Ο τελευταίος ας κλείσει τουλάχιστον την πόρτα της πολυκατοικίας που έτσι και χαλάσει ο μηχανισμός χ……..ε που γίνεται το μπάτε σκύλοι και αλέστε…
                  Ωχ, με την κουβέντα ξεχάστηκα, είχα σκοπό σήμερα να τσακώσω τον χαμένο που σουτάρει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι…
Θα τον βάλω εγώ να τα φάει.
                  Εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω και γραμμένη με έχετε, είπατε;
                  Που να σας γράψει το Υπουργείο Οικονομικών και το Απασχόλησης μαζί, εκεί που ξέρετε…


                  Και άντε… μπιπ…



2 σχόλια:

Μάτα είπε...

Αχ Αλατάκι μου! Πολύ ωραία τα λες! Ειδικά η περιγραφή της παλιάς γειτονιάς ξύπνησε μέσα μου παιδικές και αξέχαστες αναμνήσεις!
Και τώρα το μόνο που μένει είναι αποξένωση, κακία,αδιαφορία και ασχήμια...
Φιλιά και καλό σου βράδυ!

Ανώνυμος είπε...

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΩΡΑΙΑ ΑΛΛΑ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΑΝ,ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΦΤΕΡΑ ΝΑ ΠΑΜΕ Σ ΑΛΛΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ Η ΕΣΤΩ Σ ΑΛΛΟΥΣ ΚΑΜΠΟΥΣ...